Εν είδει αυτοπαρουσίασης
Το περιοδικό Τα Παιδιά της Γαλαρίας εκδίδεται σε άτακτα χρονικά διαστήματα τα τελευταία 20 χρόνια περίπου· το πρώτο τεύχος εμφανίστηκε τον Απρίλιο του 1990. Όπως γράφαμε στο προλογικό σημείωμα εκείνου του πρώτου τεύχους, είχαμε ήδη, από τότε, εγκαταλείψει τις τεχνητές συλλογικότητες που υπαγόρευε η πρότερη αναρχική ιδεολογία μας και είχαμε βάλει ως στόχο να μιλήσουμε στους απανταχού δυνητικούς συντρόφους μας στο όνομά μας ή έστω στο ψευδώνυμό μας και μόνο, αρνούμενοι ν’ ακολουθήσουμε μια ιδεολογία αποκομμένη απ’ την καθημερινή μας ζωή ή να δημιουργήσουμε εμείς οι ίδιοι μια ακόμα καινούργια. Αυτό πρακτικά σήμαινε ότι δε θα προσπαθούσαμε ν’ αντιπαραθέσουμε έναν ακτιβίστικο «οδηγό προς ναυτιλομένους», έναν τύπο «ιδανικής θεωρίας και οργάνωσης» προς χρήση των κάθε είδους ακολουθιστών αλλά ότι θα προσπαθούσαμε ν’ αποκτήσουμε συνείδηση του ίδιου μας του αγώνα δείχνοντας και στους άλλους προλετάριους, μέσα από την καταγραφή των ιδεών, των συναισθημάτων, των πρακτικών και των προοπτικών που γεννιούνται από τους ταξικούς αγώνες, τους βαθύτερους λόγους για τους οποίους βρισκόμαστε σε μια διαρκή, καθημερινή σύγκρουση τόσο με την κυρίαρχη τάξη όσο και μεταξύ μας.
Η κατάργηση της μισθωτής εργασίας, της εμπορευματικής ανταλλαγής, της δημοκρατίας, του κράτους, των διαχωρισμών και των διαιρέσεων εντός του προλεταριάτου παραμένουν σταθερά για μας όχι μόνο ένας επιθυμητός στόχος αλλά και ένα πρακτικό ζητούμενο που αναδύεται με έναν αντιφατικό τρόπο μέσα από τους ταξικούς αγώνες, κάθε φορά που αυτοί υπερβαίνουν τη μερικότητά τους. Το ιστορικό κίνημα για τον κομμουνισμό –του οποίου θεωρούμε ότι αποτελούμε μέρος– είναι μια πρακτική αναγκαιότητα που προκύπτει απ’ τα αδιέξοδα της αντιφατικής και παρακμιακής κίνησης των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων και τους καθημερινούς αγώνες των προλετάριων· είναι η διαρκής και επίπονη αναζήτηση της ανασύνθεσης της ανθρώπινης κοινότητας. Η μέθοδος που χρησιμοποιούμε στα κείμενα αυτού του περιοδικού για να αναλύσουμε τις κοινωνικές-ταξικές συγκρούσεις είναι αυτή της αρνητικής διαλεκτικής και της αυτοκριτικής.
Το δε όνομά μας το εμπνευστήκαμε από το τίτλο μιας αγαπημένης μας ταινίας που αναφέρεται στην πλέμπα, το προλεταριάτο που σύχναζε στη γαλαρία των παριζιάνικων λαϊκών θεάτρων του 19ου αιώνα. Στη δική μας χρήση, ο τίτλος παραπέμπει στο αδέσμευτο προλεταριάτο που σαρκάζει το θέαμα και κάθε μορφή κανονικότητας.