Τα παιδιά της γαλαρίας

ΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΙΚΡΟΑΣΤΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΤΙΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

ΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΙΚΡΟΑΣΤΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΤΙΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Μια Μαρτυρία για τη Μεταπολίτευση

Οι Θέσεις για τον μικροαστισμό και την αντικουλτούρα στην Ελλάδα είχαν δηµοσιευθεί σε 3 συνέχειες στα τεύχη 3 (1992), 4 (1994) και 5 (1995) του περιοδικού Τα Παιδιά της Γαλαρίας και το Επίμετρο περιέχει ακόμα πέντε καινούργιες.

ΕΠΙΜΕΤΡΟ
ΠΕΝΤΕ ΑΚΟΜΑ ΘΕΣΕΙΣ, ΤΡΙΑΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ

1

Οι Θέσεις για τον μικροαστισμό και την αντικουλτούρα στην Ελλάδα είναι ένα ασυνήθιστο κείμενο. Ενώ συνιστά μια απερίφραστη κριτική του μικροαστισμού -τόσο ως ιστορική πρακτική (μικροαστική τάξη) όσο και ως πνεύμα- ταυτόχρονα δείχνει ότι η καθιερωμένη κριτική στον κυρ-Παντελή και τον παραδοσιακό μικροαστισμό είναι επιφανειακή και υποκριτική: προέρχεται από τους τεχνοκράτες της αριστεράς, από τα στελέχη, από τον περιθωριακό/μαύρο εργάτη που ονειρεύεται να ανοίξει δικό του μαγαζί, από τον «εναλλακτικό» επιχειρηματία – εν ολίγοις, από τη νέα μικροαστική τάξη που ξεπήδησε από το κίνημα της αντικουλτούρας. Στόχος του κειμένου ήταν να βοηθήσει την περιθωριακή εργάτρια και τον περιθωριακό εργάτη να ξεκολλήσουν από την ψευδαίσθηση της διαρκούς εναλλαγής ρόλων μέσα στην οποία ζουν, να ξεπεράσουν τον θαυμασμό που τρέφουν για τα «εναλλακτικά» αφεντικά, να συνειδητοποιήσουν ότι αυτές και αυτοί τα ζουν με την εργασία τους (και όχι το αντίστροφο) και να περάσουν στην αντεπίθεση. Η μέθοδος που χρησιμοποιήσαμε για να πετύχουμε αυτόν τον στόχο ήταν η μέθοδος της αυτοκριτικής, του αναστοχασμού πάνω σ’ αυτά που κάναμε ή δεν κάναμε στα νιάτα μας και πάνω στην ιστορία των προγόνων μας τις δεκαετίες του 1950 και 1960 (Θέσεις 17-25).

2

Οι Θέσεις είναι νεανικό έργο των Παιδιών της Γαλαρίας. Το μεγαλύτερο μέρος του γράφτηκε μέσα στο 1992 ενώ οι θέσεις 28-33 προστέθηκαν στα τέλη του 1994-αρχές του 1995 και αποτυπώνουν την οριστική ένταξή μας στο εργατικό κίνημα, αδιαφορώντας αν αυτό είναι «αμυντικό», «ρεφορμιστικό» ή «ριζοσπαστικό» – πολύ συχνά είναι και τα τρία πράγματα ταυτοχρόνως. Καλύπτουν λοιπόν τα είκοσι πρώτα -και σημαντικότερα- χρόνια της μεταπολίτευσης μέχρι τις απαρχές του νεοφιλελευθερισμού, των ιδιωτικοποιήσεων και της κατακρεούργησης των εργατικών κατακτήσεων που κάθε άλλο παρά μόνιμες αποδείχτηκαν. Οι Θέσεις δεν συνιστούν με κανέναν τρόπο «αντικειμενική» ιστορία· είναι γραμμένες από μια ρητά υποκειμενική, μεροληπτική σκοπιά. Πιο συγκεκριμένα, είναι γραμμένες από τη σκοπιά των αναρχοφρήκ που μπαίνουν για τα καλά στη μισθωτή εργασία και περνούν σε ξεκάθαρα ταξικές θέσεις. Εκείνη την εποχή είχαμε αρχίσει να δουλεύουμε στα νησιά του Αιγαίου ως αναπληρωτές εκπαιδευτικοί. Αυτή η εμπειρία μάς έδωσε τη δυνατότητα να μελετήσουμε από πρώτο χέρι τον μικροαστισμό στην πιο πανηγυρική του εκδήλωση, στην τουριστική βιομηχανία· εκεί που συναντιέται ο περιθωριακός εργάτης με τα παραδοσιακά και τα «εναλλακτικά» αφεντικά. Σε διάφορα σημεία των Θέσεων φωτογραφίζονται πραγματικά πρόσωπα και υπαρκτές κοινωνικές σχέσεις και καταστάσεις· παρόλα αυτά, το κείμενο δεν κάνει καμιά υποχώρηση στον εμπειρισμό, αλλά εντάσσει το εμπειρικό υλικό στις μορφές της κριτικής-θεωρησιακής σκέψης.

3

Η εφηβική και μετεφηβική ηλικία ενός ανθρώπου είναι η πραγματική πατρίδα του. Τίποτα δεν έχουμε ξεχάσει ή υποτιμήσει απ’ όσα κάναμε και σκεφτόμασταν τα χρόνια από το 1979 ως το 1987: ούτε τις φοιτητικές καταλήψεις, ούτε το πόσο το διασκεδάζαμε όταν μοιράζαμε κόλυβα στη γιορτή του Πολυτεχνείου το 1981 σε σακουλάκια που έγραφαν «Το Πολυτεχνείο Ζει, Εσείς;»· όταν στην πορεία της Πρωτομαγιάς το 1984 είχαμε φτιάξει μπλοκ με τους Ντανταϊστές Αθηνών που κουβαλούσαν ένα ακατανόητο πανώ και μεις κουνάγαμε μαυροκόκκινες σημαίες φωνάζοντας ρυθμικά «Δεν είναι οι σημαίες κλειδί του Παραδείσου / αν είσαι ιδεολόγος άντε και γαμήσου»· όταν, αγόρια και κορίτσια, κυνηγιόμασταν μέσα στα αμφιθέατρα, εν ώρα μαθήματος, κουνώντας σωβρακάκια και κυλοτάκια· όταν την πέφταμε στο βιβλιοπωλείο της Σύγχρονης Εποχής στην Ακαδημίας μετά το πραξικόπημα του Γιαρουζέλσκι· όταν κάναμε ντου στις πρώτες ροκ συναυλίες, με κορυφαία στιγμή τον μπουγελοπόλεμο με τα λάστιχα του «Νίκος Γκούμας» στη συναυλία του Gallagher το 1980, πριν καταλήξουμε να προσαχθούμε στο κοντινότερο αστυνομικό τμήμα· όταν αράζαμε στο δικό μας σκυλάδικο, στο Σκύλαμπ της Πλάκας, εμποδίζοντας τον Πανούση να λέει παπαριές μόνος του επί σκηνής χωρίς τη συμμετοχή του κοινού… Και πόσες άλλες φάρσες, προκλήσεις, περιπλανήσεις στην πόλη και δημιουργίες ανατρεπτικών καταστάσεων ακόμα που κάποια στιγμή έπρεπε να σταματήσουν όχι μόνο γιατί μεγαλώναμε, αλλά επειδή πολύ γρήγορα έγιναν όργανα στα χέρια απατεώνων και εμπόρων που ήθελαν να ανανεώσουν τον κόσμο του θεάματος – οι πιο πολλοί από δαύτους προέρχονταν από το συνάφι μας.
Μια και ανήκαμε στους πολιτικοποιημένους αναρχοφρήκ που διάβαζαν Σοσιαλισμό ή Βαρβαρότητα και καταστασιακούς, όλη αυτή η εμπειρία δεν πήγε χαμένη. Τα χρόνια που ακολούθησαν τη δημοσίευση των Θέσεων συμμετείχαμε σε όλους σχεδόν τους σημαντικούς εργατικούς αγώνες: στα εξεταστικά κέντρα το 1998, τις διαδηλώσεις ενάντια στην αποσάρθρωση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης από το 2001 και μετά, τη μεγάλη απεργία των δασκάλων το 2006, την κατάληψη της ΓΣΕΕ το 2008, τις απεργίες και τις συγκρούσεις που έγιναν στα πλαίσια του αντι-μνημονιακού κινήματος το 2010-2012, τις κινητοποιήσεις ενάντια στις καραντίνες, τον υποχρεωτικό εμβολιασμό και την κατεδάφιση του ΕΣΥ το 2020-2022 κ.ά. Λόγω όμως της προηγηθείσας εξεγερσιακής-σουρεαλιστικής εμπειρίας μας ως αναρχοφρήκ, το κάναμε με μια αντι-ιεραρχική εργατική συμπεριφορά που εστίαζε στις εξισωτικές διαδικασίες των γενικών συνελεύσεων, τις επιτροπές αγώνα που ενθάρρυναν τις πρωτοβουλίες της βάσης των σωματείων, τα αιτήματα που αφορούσαν τις συνθήκες εργασίας, τις απόπειρες αξιολόγησης και πειθάρχησης και τις κινήσεις αλληλεγγύης προς άλλους αγωνιζόμενους εργαζόμενους. Κι όλα αυτά χωρίς φυσικά να περιφρονούμε τις διεκδικήσεις γύρω από τον μισθό, αφού στον συλλογικά διεκδικούμενο μισθό έγκειται η δύναμη της εργατικής τάξης – όπως και στη διεθνική συλλογική δράση ενάντια στην επιβολή της μισθωτής εργασίας η δύναμη του προλεταριάτου.

4

Πολλά πράγματα έχουν αλλάξει τα τελευταία τριάντα χρόνια και ταυτόχρονα τίποτα, μια και πρόκειται για αλλαγή μέσα στη συνέχεια. Με τη βοήθεια της πανταχού παρούσας οικογένειας, τα μικροαστικά επαγγέλματα του «αντικουλτουριάρη» έχουν πληθύνει: τατουατζήδες, ιδιοκτήτες διαμερισμάτων airbnb, κέντρα λογοθεραπείας και ψυχοθεραπείας, μικρές, απομονωμένες, ακόμα και μονοπρόσωπες, εταιρείες computer freaks που αναλαμβάνουν εργολαβίες, ΚΟΙΝΣΕΠ κλπ. Αξίζει να σταθούμε στην τελευταία περίπτωση μαγαζιών που παρουσιάστηκαν κατά τη διάρκεια του αντι-μνημονιακού κινήματος με τον μανδύα της αυτοδιαχείρισης και προωθήθηκαν ως λύση στην ανεργία κυρίως από τα πάσης φύσεως συριζάδικα κυκλώματα έτσι ώστε να αποδυναμωθεί η εργατική, διεκδικητική πτέρυγα αυτού του κινήματος. Η δυνατότητα δημιουργίας Κοινωνικών Συνεταιριστικών Επιχειρήσεων με ευνοϊκές φορολογικές απαλλαγές εισήχθη από το ΠΑΣΟΚ με το νόμο 4019/2011. Σε συνθήκες αναδιάρθρωσης και διάλυσης του κράτους-πρόνοιας, ο νόμος αυτός αποσκοπούσε στη μερική υποκατάσταση των κοινωνικών υπηρεσιών του με την εκχώρησή τους σε ιδιώτες, καθώς και στη δημιουργία ενός πεδίου δοκιμής νέων επιχειρηματικών ιδεών με φτηνό εργατικό δυναμικό. Τα χρόνια 2011-2015 θα μείνουν στην ιστορία του ανταγωνιστικού κινήματος στην Ελλάδα ως τα χρόνια που η συνεταιριστική επιχειρηματική ιδεολογία της αντικουλτούρας θριάμβευσε στο εσωτερικό του, με τις ψευδαισθήσεις «επανίδρυσης του κράτους και της ελληνικής οικονομίας μέσω των ΚΟΙΝΣΕΠ», τη «μεταβίβαση χρεωκοπημένων επιχειρήσεων υπό εργατικό έλεγχο», την «κοινωνική φροντίδα ευάλωτων ομάδων», την «ενδυνάμωση της κοινωνικής συνοχής» που διαλύθηκε από τα μνημόνια, τη «διανομή των κερδών στους εργαζόμενους των νέων επιχειρήσεων ως κίνητρο παραγωγικότητας» και πολλά άλλα να δίνουν και να παίρνουν – μέχρι να προσγειωθούν όλοι οι επίδοξοι μαγαζάτορες στους υφάλους της σκληρής πραγματικότητας του τρίτου (συριζάδικου αυτή τη φορά) μνημονίου.

5

Μέσα σ’ αυτά τα τριάντα χρόνια κυκλοφόρησαν πολλά βιβλία που έχουν εμπλουτίσει τις γνώσεις μας για το εργοστασιακό κίνημα της δεκαετίας του 1970 και τους αγώνες στις «προβληματικές» επιχειρήσεις του 1990, το αναρχοπάνκ, το underground, την εναλλακτική ραδιοφωνία και τις μαθητικές καταλήψεις. Υπάρχουν επίσης ορισμένες ενδιαφέρουσες εργασίες για γεγονότα που ακολούθησαν, όπως οι ταραχές του 2008 και το αντι-μνημονιακό κίνημα. Καμιά όμως από αυτές τις (ακαδημαϊκές ως επί το πλείστον) εργασίες δεν διαθέτει τη φρεσκάδα, την πρωτοτυπία και τη ριζοσπαστικότητα εκείνων των βιβλίων, των περιοδικών και των προκηρύξεων των δεκαετιών του 1970 και 1980 που, σε συνδυασμό με τις εμπειρίες του δρόμου και της πιάτσας, μας βοήθησαν να καταλάβουμε σε βάθος τη νεοελληνική κοινωνία.(1) Και κυρίως, τίποτα απ’ αυτά που κυκλοφόρησαν τα τελευταία τριάντα χρόνια δεν μας έχει πείσει ότι έχουν αλλάξει οι όροι του προβλήματος: ο μικροαστισμός εξακολουθεί να είναι το κύριο -και θλιβερότερο- υποκατάστατο της κοινωνικής επανάστασης στην Ελλάδα. Μάλιστα, αυτό που είχαμε «προβλέψει», ότι θα έμπαινε σε μια φάση αποσύνθεσης και υποχώρησης, αποδείχτηκε λανθασμένο. Παρά το γεγονός ότι το ποσοστό των μισθωτών επί του εργασιακά ενεργού πληθυσμού έχει αυξηθεί στο 70% -ως αποτέλεσμα της απελευθέρωσης των γυναικών από τον ρόλο του «βοηθού της οικογενειακής επιχείρησης» και της διευρυμένης εισόδου τους στην αγορά εργασίας- και παρά το γεγονός ότι συρρικνώθηκαν προσωρινά την περίοδο των δύο πρώτων μνημονίων, το ποσοστό των αυτοαπασχολούμενων εξακολουθεί να είναι πάνω από το 27% (το μεγαλύτερο στην ΕΕ). Το κράτος τούς βοηθά α) με άμεσες επιχορηγήσεις· β) με φοροαπαλλαγές και εκπτώσεις στις ασφαλιστικές εισφορές (πχ. αφορολόγητο για τρία χρόνια σε περίπτωση ενοικίασης «κλειστού» διαμερίσματος, επιλογή κλάσης ασφάλισης κλπ)· γ) με ευρωπαϊκά προγράμματα αύξησης της εγχώριας ζήτησης (πχ. ανακαινίσεις, ανακύκλωση λευκών συσκευών κλπ)· δ) με ευρωπαϊκά κονδύλια εκσυγχρονισμού της επιχείρησης (ψηφιοποίηση κλπ.)· ε) με ευρωπαϊκά κονδύλια δια βίου κατάρτισης· στ) χαρίζοντάς τους πληρωμένους από το ίδιο υπαλλήλους από τη δεξαμενή του εφεδρικού εργατικού στρατού του ΟΑΕΔ, ζ) με την τυπική θεσμοθέτηση στο εργατικό δίκαιο (προς όφελος όλων των αφεντικών αυτού του κόσμου) κανόνων που για δεκαετίες χαρακτήριζαν άτυπα τα μικρομεσαία κάτεργα: ξεχείλωμα διευθυντικού δικαιώματος, επέκταση ωραρίου δίχως αποζημίωση, συμβόλαια «μηδενικών ωρών», δυνατότητα επιβολής υπερωρίας και άρσης του ρεπό κλπ.

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΓΑΛΑΡΙΑΣ
Νοέμβρης 2024

(1) Επειδή εδώ, για λόγους χώρου και πολύτιμου χρόνου, αποφεύγουμε να σχολιάσουμε κριτικά την πληθώρα βιβλίων και εντύπων που κυκλοφόρησαν τα τελευταία τριάντα χρόνια και αφορούν στην πολιτική, οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ιστορία της ύστερης μεταπολίτευσης, θα επιστήσουμε την προσοχή της αναγνώστριας που θα ήθελε να μάθει τι γράψαμε εμείς τουλάχιστον από το 1995 και μετά σε δυο τρία κείμενα που συντάξαμε μαζί με άλλα συντρόφια. Ενδεικτικά αναφέρουμε: Σκοτώνουν τα άλογα στη δουλειά και όταν γεράσουν τα θάβουν ιδίοις εξόδοις (Ομάδα ενάντια στον εκβιασμό της εργασίας, γ΄ έκδοση, 2015)· Θέλουμε μισθό και όχι «δουλίτσα» (Συνέλευση εργαζομένων-ανέργων από την πλατεία συντάγματος, 2017) και το 18ο τεύχος των Παιδιών της Γαλαρίας (2018). Αποφεύγουμε επίσης να σχολιάσουμε τη μετάλλαξη του αναρχικού-αντιεξουσιαστικού χώρου προς τον αναρχοσταλινισμό και την πολιτική της ταυτότητας. Αρκεί μόνο να πούμε ότι την εποχή που γράψαμε το αρχικό κείμενο ο «χώρος» ήταν ακόμα σε μεγάλο βαθμό ενάντια στον λενινισμό, τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα και τον συντεχνιακό συνδικαλισμό και υπέρ του κομμουνισμού των εργατικών συμβουλίων.

Αναρτήθηκε από: Τα παιδιά της γαλαρίας | 24 Δεκεμβρίου 2024

Η ΙΑΤΡΙΚΗ ΩΣ ΣΥΝΕΧΙΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΜΕ ΑΛΛΑ ΜΕΣΑ

Τον Οκτώβρη-Νοέμβρη του 1974, λίγο μετά την ολοκλήρωση του χειρογράφου του Επιτήρηση και Τιμωρία, ο Φουκώ έδωσε τρεις διαλέξεις στο Ρίο ντε Τζανέιρο. Οι διαλέξεις είχαν τους εξής τίτλους: «Κρίση της Ιατρικής ή Κρίση της Αντι-ιατρικής;», «Η Γέννηση της Κοινωνικής Ιατρικής» και «Η ενσωμάτωση του Νοσοκομείου στη Σύγχρονη Τεχνολογία». Δημοσιεύθηκαν αντίστοιχα το 1976, το 1977 και το 1978, αρχικά στα πορτογαλικά. Οι διαλέξεις εισάγουν ή επανεισάγουν στη θεματολογία του Φουκώ τα εξής σημαντικά ζητήματα:

  1. Τη σχέση ανάμεσα στην ιατρική και την κοινωνική ζωή ή, καλύτερα, τις κοινωνικές πρακτικές
  2. Τη βιο-ιστορία και τη βιο-πολιτική
  3. Την ιατρικοποίηση των κοινωνικών σχέσεων και συμπεριφορών, π.χ. της σεξουαλικότητας
  4. Την υγεία ως αντικείμενο της ιατρικής «θεραπείας»
  5. Τη σχέση της ψυχιατρικής με την «ψυχική ασθένεια», την παρέκκλιση, την «επικινδυνότητα» και την εγκληματικότητα
  6. Την πολιτική οικονομία της υγείας
  7. Την τοποθέτηση των νοσοκομείων στη νέα χωροταξική διακυβέρνηση των πόλεων και την υγειονομική αστυνομία
  8. Το κράτος ως συμπύκνωση των σχέσεων εξουσίας, ως κοινωνική σχέση, ως τόπο εφαρμογής αντιπαρατιθέμενων στρατηγικών.

Η πρώτη διάλεξη εξετάζει τη σχέση ανάμεσα στο σύγχρονο κοινωνικό κράτος και την ιατρική. Γι’ αυτό και δικαιολογημένα ξεκινά με μια αναφορά στην περίφημη Beveridge Report του 1942, η οποία σηματοδοτεί την πλήρη ανάληψη του ζητήματος της υγείας από το κράτος στη μεταπολεμική Ευρώπη. Ο Φουκώ υπενθυμίζει ότι η ιατρική ήταν μια κοινωνική δραστηριότητα υπό τον έλεγχο του κράτους ήδη από τον 18ο αι., αλλά η λειτουργία της πριν από τα μέσα του 20ου αι. αφορούσε στη συντήρηση της εθνικής σωματικής ρώμης προς όφελος του εθνικού στρατού ή, μετά την απογείωση της καπιταλιστικής ανάπτυξης, την (πλημμελή) αναπαραγωγή της παραγωγικής ικανότητας της εργασιακής δύναμης προς όφελος του κεφαλαίου. Μετά τον πόλεμο, η κρατική διαχείριση της κοινωνικής ιατρικής δε γίνεται μόνο προς όφελος του κράτους ή του κεφαλαίου αλλά και προς όφελος του ατόμου – του διαχωρισμένου ατόμου/εργάτη/πολίτη στα πλαίσια ενός ιστορικά πρωτότυπου ταξικού συμβιβασμού, θα διευκρινίζαμε εμείς:

Το δικαίωμα του ανθρώπου να διατηρεί το σώμα του υγιές έγινε αντικείμενο της κρατικής δράσης. Ως συνέπεια, οι όροι του προβλήματος αντιστράφηκαν: η έννοια του υγιούς ατόμου στην υπηρεσία του κράτους αντικαταστάθηκε από αυτή του κράτους στην υπηρεσία του υγιούς ατόμου… Δεν επρόκειτο πια [όπως τον 19ο αι.] για ένα ζήτημα υποχρέωσης στην άσκηση της καθαριότητας και της υγιεινής, αλλά για το δικαίωμα στην επιθυμητή και αναγκαία ασθένεια. Άρχισε να διαμορφώνεται το δικαίωμα στην παύση εργασίας και μάλιστα έγινε πιο σημαντικό από την προηγούμενη υποχρέωση στην άσκηση της καθαριότητας, η οποία χαρακτήριζε την ηθική σχέση των ατόμων με το σώμα τους… Το κόστος της υγείας… έγινε δαπάνη που λόγω του μεγέθους της έφτασε να απορροφά ένα μεγάλο τμήμα του κρατικού προϋπολογισμού, ανεξάρτητα από τη μέθοδο που χρησιμοποιούταν για τη χρηματοδότησή της. Η υγεία άρχισε να μπαίνει στους μακρο-οικονομικούς υπολογισμούς. Οι ασθένειες και η ανάγκη να εξασφαλιστούν οι αναγκαιότητες της υγείας οδήγησαν σε μια κάποια οικονομική αναδιανομή… Αυτή η αναδιανομή δεν εξαρτήθηκε όμως από τους φόρους, αλλά από το σύστημα ρύθμισης και οικονομικής κάλυψης της υγείας και των ασθενών. Εξασφαλίζοντας σε όλους τις ίδιες ευκαιρίες πρόσβασης στη θεραπεία, έγινε μια απόπειρα διόρθωσης των εισοδηματικών ανισοτήτων. Η υγεία, η ασθένεια και το σώμα άρχισαν να αποκτούν τους κοινωνικούς τους τόπους, και, την ίδια στιγμή, μετατράπηκαν σε μέσο κοινωνικοποίησης του ατόμου. Η υγεία έγινε αντικείμενο ενός έντονου πολιτικού αγώνα. Στο τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου και με τη θριαμβευτική νίκη του Εργατικού Κόμματος στις αγγλικές εκλογές του 1945, δεν υπήρχε πια πολιτικό κόμμα ή πολιτική εκστρατεία, στις αναπτυγμένες χώρες, που να μην έβαζε το ζήτημα της υγείας και των τρόπων με τους οποίους το κράτος θα μπορούσε να διασφαλίσει και να χρηματοδοτήσει αυτή τη δαπάνη.(1)

Ο Φουκώ παρατηρεί ότι η τεχνολογική ανάπτυξη της ιατρικής και ο ρόλος της στη νέα «πολιτική οικονομία του σώματος» που εγκαινιάστηκε με την εδραίωση του κοινωνικού κράτους δεν ικανοποίησαν τις κοινωνικές προσδοκίες, «δεν οδήγησαν στην προσδοκώμενη βελτίωση της υγείας, αλλά σε μια περίεργη στασιμότητα όσον αφορά στα οφέλη που θα μπορούσαν να είχαν προκύψει από την ιατρική και τη δημόσια υγεία».(2) Την ίδια εκείνη εποχή, ο Ιβάν Ίλλιτς εξηγούσε αυτή την «περίεργη στασιμότητα», την κρίση της ιατρικής, και της κοινωνικής πολιτικής γενικότερα, τη δεκαετία του 1970 ως εξής:

Ο Μπέβεριτζ είχε υπολογίσει ότι οι ετήσιες δαπάνες της Υγειονομικής Υπηρεσίας θα μειώνονταν καθώς η θεραπεία θα περιόριζε το ποσοστό της αρρώστιας. Οι σχεδιαστές της υγειονομικής περίθαλψης και οι οικονομολόγοι της κοινωνικής πρόνοιας δεν περίμεναν ποτέ ότι ο νέος ορισμός που θα έδινε στην υγεία η υπηρεσία τους θα διεύρυνε τη σφαίρα δραστηριοτήτων της ιατρικής περίθαλψης και ότι μόνο οι περιορισμοί των δυνατοτήτων του κρατικού προϋπολογισμού θα την εμπόδιζαν να επεκτείνεται επ’ άπειρον. Δεν προέβλεψαν ότι σύντομα, σε μια περιφερειακή δειγματοληπτική έρευνα [το 1967 στην Αγγλία], μόνο 67 στους 1000 ανθρώπους θα βρίσκονταν πως είναι απόλυτα υγιείς και ότι το 50% έπρεπε να επισκεφτεί γιατρό˙ σύμφωνα με μια άλλη έρευνα [1973], ένας στους έξι ανθρώπους του δείγματος υπέφερε από μία έως εννέα σοβαρές αρρώστιες. Οι σχεδιαστές υγειονομικής περίθαλψης δεν είχαν προβλέψει ότι το κατώφλι ανοχής της καθημερινής πραγματικότητας θα έπεφτε εξ ίσου γρήγορα όσο θα υπονομευόταν η ικανότητα των ανθρώπων για αυτοπερίθαλψη, όπως ούτε και ότι το ¼ του συνόλου των επισκέψεων σε γιατρό για δωρεάν παροχή υπηρεσιών θα ήταν για το αθεράπευτο κοινό κρυολόγημα… Λιγότερο απ’ όλα προέβλεψαν οι προγραμματιστές της υγειονομικής περίθαλψης τις νέες αρρώστιες, που έμελλε να γίνουν ενδημικές εξ’ αιτίας της ίδιας διαδικασίας που έκανε τουλάχιστον εν μέρει αποτελεσματική την ιατρική. Εκείνη την περίοδο [1960] έψαχναν πολύ για διαταραχές που θα μπορούσαν να τις ανιχνεύσουν εκπαιδευτικοί, οικονομολόγοι ή γιατροί. Θεωρούταν ακόμη «πρόοδος» όταν, τεστ που γίνονταν σε 1700 ανθρώπους, αποκάλυπταν ότι περισσότεροι από το 90% έπασχαν από μια αρρώστεια… [Τότε] θα φαινόταν απίστευτο ότι, μέσα σε μια δεκαετία, η κακή διατροφή θα είχε γίνει η πιο σημαντική απειλή για τον σύγχρονο άνθρωπο, που η σημασία της θα ξεπερνούσε κατά πολύ όλες τις άλλες απειλές…
Αλλά γύρω στο 1975, το σκηνικό είχε αλλάξει πολύ. Τα παιδάκια της προηγούμενης γενιάς ζωγράφιζαν στον παιδικό σταθμό τον γιατρό σαν πατρική μορφή με άσπρο σακάκι. Σήμερα, τον ζωγραφίζουν με μορφή Αρειανού ή Φρανκενστάιν… Το οικολογικό κίνημα έχει δώσει στους ανθρώπους να καταλάβουν ότι η υγεία εξαρτάται από το περιβάλλον –από τη διατροφή, από τις συνθήκες εργασίας και στέγασης– οι δε αμερικάνοι έχουν φτάσει να παραδέχονται ότι τους απειλούν τα εντομοκτόνα, οι πρόσθετες ουσίες των τροφίμων και οι μυοτοξίνες, καθώς και άλλοι κίνδυνοι που οφείλονται στην υποβάθμιση του περιβάλλοντος. Το κίνημα της γυναικείας απελευθέρωσης έχει τονίσει τον ρόλο-κλειδί που παίζει στην υγειονομική περίθαλψη ο έλεγχος που ασκούν οι άνθρωποι στο σώμα τους. Κάποιες παραγκογειτονιές έχουν αναλάβει μονάχες τους τη στοιχειώδη υγειονομική περίθαλψη και έχουν επιχειρήσει ν’ απαγκιστρώσουν τους κατοίκους τους από ανθρώπους έξω από τη γειτονιά [sic]. Η ταξική φύση του τρόπου αντίληψης του σώματος, της γλώσσας, των εννοιών, της προσπέλασης στις υγειονομικές υπηρεσίες, της νηπιακής θνησιμότητας και της πραγματικής, ιδίως της χρόνιας, νοσηρότητας έχει γερά τεκμηριωθεί˙ επιπλέον έχουν αρχίσει να γίνονται κατανοητές η ταξική προέλευση και οι ταξικές προκαταλήψεις των γιατρών.(3)

Ο Φουκώ παραδεχόταν ότι τα στοιχεία που παρουσίαζε ο Ίλλιτς στο βιβλίο του τεκμηρίωναν πράγματι την ύπαρξη της (κλινικής, κοινωνικής και πολιτισμικής) ιατρογένεσης στον αναπτυγμένο καπιταλισμό. Αλλά δεν την απέδιδε στην ανεπάρκεια της σύγχρονης ιατρικής ούτε συμμεριζόταν την αντι-τεχνολογική ουτοπία του Ίλλιτς που πίστευε ότι εν μέσω καπιταλισμού θα μπορούσε να επιτευχθεί μια νομοθεσία που «θ’ αναγνώριζε σε κάθε άνθρωπο το δικαίωμα να ορίζει ο ίδιος την υγεία του». (4) Ο Φουκώ απέδιδε την ιατρογένεση στην αποτελεσματικότητα που έχει, στη βάση του δικού της ορθολογισμού, η σύγχρονη ιατρική. Ο βασικός ιατρικός κίνδυνος προκύπτει γι’ αυτόν από την καταστροφή των οικοσυστημάτων και τις εξελίξεις στη μοριακή βιολογία και τη γενετική ιατρική:
Αυτή τη στιγμή, τα εργαλεία που έχουν στη διάθεσή τους οι γιατροί και η ιατρική εν γένει, έχουν ορισμένες συνέπειες ακριβώς λόγω της αποτελεσματικότητάς τους… Είναι γνωστό, για παράδειγμα, ότι οι θεραπείες ενάντια στις μολύνσεις, ο άκρως επιτυχής αγώνας που διεξήχθη ενάντια στους φορείς μετάδοσης των μολύνσεων, οδήγησαν στο να μειωθεί γενικά το κατώφλι ανοχής του οργανισμού στους εχθρικούς εισβολείς. Αυτό σημαίνει ότι η φυσική άμυνα που αναπτύσσει ο οργανισμός για την προστασία του γίνεται πιο εύθραυστη και πιο εκτεθειμένη αν κανείς περιορίσει την επαφή με τα ερεθίσματα που προκαλούν τις άμυνες…
Κανείς δεν ξέρει πού θα οδηγήσει ο χειρισμός του γενετικού δυναμικού των ανθρώπινων και των βακτηριακών ζωντανών κυττάρων, καθώς και αυτός των ενδοκυτταρικών παρασίτων, των ιών. Έχει γίνει τεχνικά δυνατή η ανάπτυξη φορέων που μπορούν να επιτεθούν στο ανθρώπινο σώμα χωρίς να υπάρχει κανένα μέσο άμυνας απέναντί τους. Θα μπορούσε κανείς να κατασκευάσει ένα απόλυτο βιολογικό όπλο ενάντια στον άνθρωπο και το ανθρώπινο είδος χωρίς να έχουν αναπτυχθεί την ίδια στιγμή τα μέσα άμυνας ενάντια σ’ αυτό το απόλυτο όπλο. Γι’ αυτό τα αμερικανικά εργαστήρια έχουν κάνει έκκληση για την απαγόρευση ορισμένων γενετικών χειρισμών που αυτή τη στιγμή είναι τεχνικά δυνατοί… Δεν υπάρχει κάποια σημαντική ιατρική πρόοδος που να μην έχουμε πληρώσει με υψηλό τίμημα σε αρνητικές συνέπειες…
Σήμερα, με τις τεχνικές που βρίσκονται στη διάθεση της ιατρικής, η δυνατότητα τροποποίησης του γενετικού υλικού των κυττάρων δεν επηρεάζει μόνο το άτομο και τους απογόνους του αλλά όλη την ανθρώπινη φυλή. Κάθε όψη της ζωής σήμερα υπόκειται στην ιατρική παρέμβαση. Δεν ξέρουμε ακόμα αν ο άνθρωπος είναι σε θέση να κατασκευάσει ένα ζωντανό ον που θα καταστήσει δυνατή την τροποποίηση όλης της ιστορίας της ζωής καθώς και το μέλλον της ζωής.
Μια νέα διάσταση ιατρικών δυνατοτήτων αναδύεται που θα την αποκαλέσω βιο-ιστορία. Ο γιατρός και ο βιολόγος δεν δουλεύουν πια στο επίπεδο του ατόμου και των απογόνων του, αλλά έχουν ξεκινήσει να δουλεύουν στο επίπεδο της ίδιας της ζωής και των θεμελιωδών συμβάντων της. Αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό στοιχείο στη βιο-ιστορία…
Μια σειρά φαινομένων όπως η ριζοσπαστική και βουκολική απόρριψη της ιατρικής προς όφελος μιας μη-τεχνικής επανασυμφιλίωσης με τη φύση, θέματα χιλιασμού και ο φόβος ενός αποκαλυπτικού τέλους για το είδος, απηχούν με έναν ασαφή τρόπο στη δημόσια αντίληψη αυτή την τεχνική ανησυχία που έχουν αρχίσει να αισθάνονται οι γιατροί και οι βιολόγοι σε σχέση με τα αποτελέσματα της ίδιας τους της πρακτικής και της ίδιας τους της γνώσης. Η άγνοια σταματά να είναι επικίνδυνη όταν ο κίνδυνος που νοιώθει κανείς προέρχεται από την ίδια τη γνώση.(5)

Με φουκωϊκούς όρους, η γνώση είναι γνώση/εξουσία. Η εξουσία δεν βρίσκεται στο εξωτερικό του ιατρικού λόγου. Η εξουσία λειτουργεί διά του ιατρικού λόγου (όπως και μέσω των άλλων επιστημονικών λόγων), αφού ο λόγος είναι ο ίδιος ένα στοιχείο εντός της στρατηγικής διάταξης (dispositif) των σχέσεων εξουσίας. Ποιες είναι οι σχέσεις εξουσίας μαζί με τις οποίες γεννιέται η σύγχρονη κοινωνική ιατρική μας το εξηγεί ο Φουκώ στη δεύτερη διάλεξη που έδωσε στο Ρίο το 1974:

Ο καπιταλισμός, αναπτυσσόμενος κατά το τέλος του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα, πρώτα απ’ όλα κοινωνικοποίησε ένα πρωταρχικό αντικείμενο, το σώμα, θέτοντάς το σε λειτουργία παραγωγικής δύναμης, εργασιακής δύναμης. Ο έλεγχος της κοινωνίας πάνω στα άτομα δεν επιτελείται μόνο μέσω της συνείδησης ή της ιδεολογίας, αλλά επίσης μέσω του σώματος και εντός του σώματος. Για την καπιταλιστική κοινωνία αυτό που προέχει πάνω απ’ όλα είναι η βιοπολιτική, το βιολογικό, το σωματικό, το αισθητό. Το σώμα είναι μια βιοπολιτική πραγματικότητα˙ η ιατρική είναι μια βιοπολιτική στρατηγική.(6)

Ο Φουκώ διευκρινίζει πάντως ότι η κοινωνική ιατρική στη νεωτερική Ευρώπη δεν ενδιαφέρεται από την αρχή για το προλεταριακό σώμα, για το ανθρώπινο σώμα ως εργαλείο εργασίας. Στην αρχή ενδιαφέρεται για την υγεία του εθνικού σώματος, για την υγειονομική διαχείριση των ατομικών σωμάτων στο μέτρο που συνδυάζονται για να συγκροτήσουν στρατιωτικά και πολιτικά την ισχύ των κρατών που, στα πλαίσια του μερκαντιλισμού, βρίσκονται σε οικονομικό και πολιτικό ανταγωνισμό με τους γείτονές τους.
Οι διαδοχικές μορφές διαχείρισης της υγείας του «πληθυσμού» αποτελούν τμήμα των ιστορικών μορφών διακυβέρνησης και κυβερνολογίας στον νεωτερικό κόσμο: πολιτική οικονομία, φιλελευθερισμός, εθνικισμός, ιδιότητα του πολίτη. Στην Ιστορία της Δημόσιας Υγείας που έγραψε ο George Rosen το 1958 –ένα βιβλίο αναφοράς για τον Φουκώ– τα βασικά προβλήματα της μερκαντιλιστικής πολιτικής συνοψίζονται στο ερώτημα «ποιο δρόμο πρέπει να ακολουθήσει η κυβέρνηση για να αυξήσει την εθνική ισχύ και τον εθνικό πλούτο;». Η απάντηση που δόθηκε αφορούσε το μέγεθος του πληθυσμού, την υλική ευημερία του και τον έλεγχό του από την κυβέρνηση. Υγεία, μακροβιότητα, αναπαραγωγιμότητα, οικονομία και ασφάλεια: αυτά ήταν τα κεντρικά ζητήματα γύρω από τα οποία αναπτύχθηκε ένα πλήθος τεχνολογιών εξουσίας. Η βελτίωση της υγείας του πληθυσμού –του κοινωνικού/εθνικού σώματος– έγινε ο κεντρικός στόχος της διακυβέρνησης των ανθρώπων από την περίοδο του μερκαντιλισμού και καθόλη τη διάρκεια της εκβιομηχάνισης, της αποικιοκρατίας, του φιλελευθερισμού, του κρατικού καπιταλισμού και των άλλων πολιτικών μορφών καπιταλιστικής εξουσίας μέχρι τις μέρες μας.
Για να αποκτήσει η έννοια του «πληθυσμού» -της «συσσώρευσης ανθρώπων»- νόημα και υπόσταση απαιτούταν κάποια μορφή συγκεντρωτικής γνώσης/εξουσίας. Έτσι εμφανίζεται τον 18ο αιώνα η Staatswissenchaft (η «επιστήμη του κράτους»), η οποία είναι γερμανικό προϊόν. Αυτός ο όρος, λέει ο Φουκώ, σηματοδοτεί δύο πράγματα. Πρώτον, τη δημιουργία ενός πεδίου γνώσης (savoir) που αντικείμενό της είναι η καταγραφή των εθνικών πόρων και των συνθηκών διαβίωσης του πληθυσμού καθώς και η γενική λειτουργία της πολιτικής μηχανής˙ και δεύτερον, τις μεθόδους με τις οποίες το κράτος θα μπορούσε να παράγει και να συσσωρεύσει τις γνώσεις που θα διευκόλυναν και θα εγγυώνταν τη λειτουργία του.
Μια από τις τεχνολογίες γνώσης/εξουσίας που αναπτύσσονται στα πλαίσια της νέας «επιστήμης του κράτους» και αποσκοπούν στη συγκρότηση και ταξινόμηση των υποκειμένων-υπηκόων του είναι η Medizinischepolizei, η ιατρική αστυνομία, που εμφανίζεται στη Γερμανία στα μέσα του 18ου αιώνα. Η ιατρική αστυνομία συνίσταται σε:

  • Ένα σύστημα παρατήρησης/καταγραφής της ασθένειας, βασισμένο σε πληροφορίες που συγκεντρώνονται από τα νοσοκομεία και τους γιατρούς διαφόρων πόλεων και περιφερειών και καταχώρησης, στα κρατικά αρχεία, των διαφόρων επιδημικών ή ενδημικών φαινομένων που παρατηρούνται…
  • Μια κανονικοποίηση-τυποποίηση της ιατρικής πρακτικής και της ιατρικής γνώσης. Μέχρι τότε, αρμοδιότητα στα ζητήματα ιατρικής εκπαίδευσης και απονομής των διπλωμάτων και, πιο συγκεκριμένα, δημόσιας επιτήρησης των εργαστηριακών προγραμμάτων και απονομής των πτυχίων είχαν τα πανεπιστήμια. Η ιατρική και οι γιατροί λοιπόν ήταν τα αντικείμενα κανονικοποίησης…
  • Μια διοικητική οργάνωση εποπτείας της δραστηριότητας των γιατρών… Ανατέθηκε σε ένα ειδικό γραφείο το καθήκον συλλογής των δεδομένων που διαβίβαζαν οι γιατροί˙ επιτήρησης του τρόπου με τον οποίο διεξάγονται οι ιατρικές έρευνες˙ επικύρωσης των θεραπειών που παρέχονταν˙ καταγραφής των αντιδράσεων μετά την εμφάνιση μιας επιδημίας κ.ο.κ.˙ τέλος, η έκδοση οδηγιών που βασίζονταν σε όλα αυτά τα συγκεντροποιημένα δεδομένα.(7)

Είναι γνωστό ότι όλη αυτή η κρατική επιτήρηση, κανονικοποίηση και καθυπόταξη της ιατρικής γνώσης, η οποία ήταν ταυτόχρονα καθυπόταξη των γιατρών και των ασθενούντων σωμάτων σε συγκεκριμένες θεραπευτικές πρακτικές, έδωσε τη χαριστική βολή στις παραδοσιακές (κατά κύριο λόγο γυναικείες) θεραπευτικές μεθόδους.(8) Ο Φουκώ την αποκαλεί «κρατική ιατρική» και τονίζει ότι και τα υπόλοιπα συστήματα κοινωνικής ιατρικής τον 18ο και τον 19ο αιώνα στην Ευρώπη ήταν μετριοπαθέστερες παραλλαγές του γερμανικού μοντέλου. Στο υπό βαυαρική εποπτεία ελληνικό κράτος εισάγεται το 1833 ένας παρόμοιος θεσμός Υγειονομικής Αστυνομίας με αρμοδιότητες που κυμαίνονταν από την έκδοση διατάξεων για την κατάργηση των «αμαθών και ανεξέταστων» γιατρών ως την επιβολή της δημόσιας τάξης. Επρόκειτο πάντως περισσότερο για οργάνωση της αστυνομίας και πρόχειρη αντιμετώπιση των επιδημιών της εποχής παρά για συστηματική οργάνωση της δημόσιας υγείας. Οι δαπάνες για την υγεία θα αποτελούσαν ένα πολύ μικρό μέρος του κρατικού προϋπολογισμού για περίπου έναν ακόμα αιώνα (και όχι μόνο στην Ελλάδα).
«Ανακάλυψα το Πανοπτικόν», έλεγε ο Φουκώ, «ερευνώντας τις ρίζες της κλινικής ιατρικής. Είχα σκεφτεί να κάνω μια μελέτη πάνω στη νοσοκομειακή αρχιτεκτονική του δευτέρου μισού του 18ου αιώνα, την εποχή που έλαβε χώρα η μεγάλη μεταρρύθμιση των ιατρικών θεσμών… Εξετάζοντας λοιπόν τα διάφορα αρχιτεκτονικά σχέδια… κατάλαβα ότι το πρόβλημα της ολοκληρωτικής ορατότητας των σωμάτων, των ατόμων, των πραγμάτων, που τελούν υπό την επιτήρηση ενός κεντρικού βλέμματος, ήταν μια απ’ τις πλέον σταθερές και κατευθυντήριες αρχές. Στην περίπτωση των νοσοκομείων, το εν λόγω πρόβλημα παρουσίαζε μια επιπλέον δυσκολία: έπρεπε να αποφευχθούν οι επαφές, οι μολύνσεις, οι γειτνιάσεις και οι συναθροίσεις, ενώ έπρεπε συνάμα να εξασφαλίζεται εξαερισμός και κυκλοφορία του αέρα. Έπρεπε επομένως να διαιρεθεί ο χώρος, και ταυτοχρόνως να παραμείνει ανοιχτός, να διασφαλιστεί μια επιτήρηση τόσο σφαιρική όσο και εξατομικευτική, ώστε να απομονώνονται επιμελώς τα επιτηρούμενα άτομα».(9)
Κι έτσι έφτασε στη σύλληψη της δεύτερης φάσης στην ανάπτυξη της κοινωνικής ιατρικής, αυτή που συνέβη στη Γαλλία, σε σύνδεση με την επέκταση και την ευταξία των πόλεων, με πρότυπο, θα λέγαμε, το νοσοκομείο. Υπήρχαν πολλοί ιστορικοί λόγοι που συνέτειναν στο να οργανωθεί ένα συνεκτικό και ομοιογενές αστεακό σώμα, κυβερνώμενο από μια καλορυθμισμένη εξουσία, και να εμφανιστεί η «αστεακή ιατρική».
Πρώτον, έπρεπε να εξασφαλιστεί η εύρυθμη κυκλοφορία των εμπορευμάτων μέσα στην πόλη και η ροή του εμπορεύματος εργασιακή δύναμη προς την εκκολαπτόμενη και πολλά υποσχόμενη βιομηχανία, καθώς και η εγκατάσταση των εργατ(ρι)ών. Ο δεύτερος λόγος ήταν πολιτικός. Ο Φουκώ τονίζει τη σημασία της μετατροπής του φτωχού, εργαζόμενου πληθυσμού σε ένα οργανωμένο προλεταριάτο που η συνύπαρξή του με τις άλλες κοινωνικές τάξεις είχε αρχίσει ν’ αυξάνει τις κοινωνικές εντάσεις μέσα στις πόλεις: βίαιες αστεακές εξεγέρσεις για το ψωμί και απεργίες – ενώ ταυτόχρονα ελλόχευε ο κίνδυνος μετάδοσης ασθενειών από τις εργατικές παραγκουπόλεις στον υπόλοιπο αστικό ιστό. Οι αστοί διανοούμενοι άρχισαν να γκρινιάζουν για το πως «χειροτερεύουν τα ήθη και η υγεία των ανθρώπων» όταν συνωστίζονται σε κλειστά μέρη.

Άρχισε να εμφανίζεται αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε αστικός φόβος, ο φόβος της πόλης, μια πολύ χαρακτηριστική ανησυχία: ο φόβος των εργαστηρίων και των εργοστασίων που ανεγείρονταν, ο συνωστισμός του πλήθους, το υπερβολικό ύψος των κτιρίων, οι αστικές επιδημίες, οι φήμες που εισέβαλλαν μέσα στην πόλη˙ ένας φόβος για τους λασπότοπους και τους λάκκους πάνω στους οποίους είχαν χτιστεί σπίτια που ανά πάσα στιγμή απειλούνταν με κατάρρευση… Έπρεπε να παρθούν μέτρα ελέγχου αυτών των υγειονομικών και πολιτικών φαινομένων… Ποια ήταν η αντίδραση της αστικής τάξης που αν και είχε αναχαιτισθεί από τις παραδοσιακές δυνάμεις, εν τούτοις διεκδικούσε ακόμα την εξουσία; Κατέφυγε σ’ ένα πολύ γνωστό αλλά σπανίως χρησιμοποιούμενο μοντέλο παρέμβασης – το μοντέλο της καραντίνας.(10)

Στην ιστορία της Δύσης υπήρχαν βασικά δύο πολιτικά μοντέλα υγειονομικής οργάνωσης των πόλεων: το μοντέλο αντιμετώπισης της λέπρας και το μοντέλο αντιμετώπισης της πανούκλας. Το πρώτο ενεργοποιούσε μηχανισμούς αποκλεισμού των μολυσμένων και «κάθαρσης» του αστικού περιβάλλοντος από τα «μιάσματα». Είναι το μοντέλο που ακόμα και σήμερα χρησιμοποιείται στην περίπτωση των «παράνομων» μεταναστ(ρι)ών, των «ψυχασθενών», των φυλακισμένων κλπ. Το δεύτερο μοντέλο δεν αποκλείει το «κρούσμα» σε κάποιο απόμερο και σκοτεινό σημείο. Απομονώνει όλα τα άτομα στον ιδιωτικό τους χώρο, τα εξατομικεύει και τα διανέμει σε αυστηρώς επιτηρούμενα τμήματα της πόλης. Ταυτόχρονα δημιουργεί ένα συγκεντρωτικό σύστημα καταγραφής των περιστατικών και των θανάτων. Η «αστεακή ιατρική» εφαρμόζοντας μεθόδους επιτήρησης και ευταξίας των χώρων, νοσοκομειοποίησης κλπ., δεν κάνει τίποτε άλλο από το να βελτιώνει το πολιτικο-ιατρικό μοντέλο της καραντίνας που είχε εμφανιστεί στα τέλη του μεσαίωνα. Ερευνά τους τόπους συσσώρευσης απορριμμάτων, εκεί όπου εμφανίζονται επιδημικά ή ενδημικά φαινόμενα και απομακρύνει τα νεκροταφεία και τα σφαγεία από το κέντρο των πόλεων. Συνεργάζεται με την Ακαδημία των Επιστημών, ώστε να βρεθούν οι κατάλληλες μέθοδοι εξαερισμού, υδροδότησης και αποχέτευσης. Κατεδαφίζει τις παραγκουπόλεις που ήταν ζώνες μεγάλου συνωστισμού, κινδύνου και κοινωνικής αταξίας. Όπως δείχνει ο Μαρξ στο Κεφάλαιο, αυτοί οι «εξωραϊσμοί» των πόλεων μπορεί να είναι διαδικασίες «εξευγενισμού/κυριλοποίησης» (gentrification) που αποσκοπούν στην κερδοσκοπία επί της εγγείου ιδιοκτησίας και πολύ συχνά απλώς μετατοπίζουν τις παραγκουπόλεις σε συνοικίες μακριά από τις εύπορες περιοχές των πόλεων. Σε κάθε περίπτωση, μέσω της «αστεακής ιατρικής» επιτυγχάνεται η σύνδεση της ιατρικής με τις άλλες φυσικές επιστήμες, εγκαινιάζεται η επιστημονική μελέτη της σχέσης ανάμεσα στα έμβια όντα και το περιβάλλον τους και αποκτούνται, εκ μέρους της κεντρικής εξουσίας, περισσότερες γνώσεις για τον τρόπο λειτουργίας των τοπικών κοινοτήτων.
Η τρίτη και πιο ολοκληρωμένη φάση ανάπτυξης της κοινωνικής ιατρικής έρχεται με την ανάμειξή της στη διαχείριση της αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης. Τα νοσοκομεία-άσυλα και τα πτωχοκομεία-εργατοκάτεργα (workhouses) ήταν η πρώτη κοινωνική, προνοιακή μορφή περίθαλψης των φτωχών εργατών στην πιο βιο-μηχανοποιημένη χώρα του κόσμου τον 19ο αιώνα, την Αγγλία. Σύντομα όμως, με την ενσωμάτωση στοιχείων της γερμανικής κρατικής ιατρικής και της γαλλικής αστεακής ιατρικής και την ίδρυση των Γραφείων Υγείας (Health Offices), οι δραστηριότητες της αγγλικής κοινωνικής ιατρικής άρχισαν να επεκτείνονται σ’ ολόκληρο των πληθυσμό με την επιβολή των εμβολίων. Παράλληλα, σε Γερμανία, Αγγλία, Γαλλία άρχισε να εφαρμόζεται η επιστήμη της βιομετρίας στον υγιή, εργαζόμενο πληθυσμό. Στόχος της είναι η επιλογή, προσαρμογή, κατανομή και χρήση των κατάλληλων δυνάμεων που απαιτούνται για την εντατική εκτέλεση των εργασιών, ώστε να αποφεύγεται η υπερβολική κούραση του σώματος που μπορεί να αποβεί επιζήμια για την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας.
Αυτές οι τεχνικές ελέγχου και παρέμβασης στο ανθρώπινο σώμα δεν έμειναν αναπάντητες εκ μέρους του «πληθυσμού». Ο Φουκώ αναφέρει τις αντι-ιατρικές εξεγέρσεις ενάντια στον υποχρεωτικό εμβολιασμό των παιδιών από τη δεκαετία του 1870 και μετά στη Μεγάλη Βρετανία και τον Καναδά. Η επιχειρηματολογία του παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον:

Είναι αξιοπερίεργο το γεγονός ότι οι αποστάτριες θρησκευτικές ομάδες, οι τόσο πολυάριθμες στις αγγλόφωνες προτεσταντικές χώρες, είχαν ως πρωταρχικό τους στόχο κατά τη διάρκεια του 17ου και του 18ου αιώνα να εναντιωθούν στην κρατική θρησκεία και την ανάμειξη του κράτους στα θρησκευτικά ζητήματα, ενώ εκείνες οι ομάδες που επανεμφανίστηκαν στη διάρκεια του 19ου αιώνα στράφηκαν κυρίως στην καταπολέμηση της ιατρικοποίησης και διεκδίκησαν το δικαίωμα στη ζωή, το δικαίωμα στην ασθένεια, στην επιμέλεια του εαυτού τους˙ το δικαίωμα να πεθάνουν με τον τρόπο που αυτές ήθελαν. Αυτή η επιθυμία απόδρασης από την υποχρεωτική ιατρικοποίηση ήταν ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα αυτών των πολυάριθμων φαινομενικά θρησκευτικών ομάδων που δραστηριοποιούνταν έντονα στα τέλη του 19ου αιώνα, όπως κάνουν ακόμα και σήμερα.(11)

Έρευνες πάνω στην ταξική σύνθεση αυτών των κινημάτων, οι οποίες είχαν διεξαχθεί εκείνη την εποχή, έδειξαν ότι το πιο αδιάλλακτο κομμάτι τους, στο Λέστερ για παράδειγμα, που ήταν το κέντρο του αντι-εμβολιαστικού αγώνα στη Βρεττανία, ήταν οι ειδικευμένοι, τεχνίτες εργάτες.(12) Ένα άλλο πολύ ενδιαφέρον αντι-ιατρικό κίνημα του 19ου αιώνα ήταν το Λαϊκό Κίνημα για την Υγεία στις ΗΠΑ, κίνημα στο οποίο είχαν πρωτοστατήσει τοπικές κοινότητες της υπαίθρου σε συνεργασία με λαϊκούς θεραπευτές και θεραπεύτριες.(13) Για ένα παράδειγμα πιο κοντινού σε μας αντι-εμβολιαστικού κινήματος στη Νότια Ασία, δες το Παράρτημα 2.(14)
Με την εδραίωση της ιατρικής ως κεντρική γνώση/εξουσία στη νέα επιστήμη του καπιταλιστικού κράτους, και την καπιταλιστική κοινωνία εν γένει, ξεκινάει τον εικοστό αιώνα το φαινόμενο της ιατρικοποίησης, της επέκτασης δηλαδή της ιατρικής εξουσίας πέραν του παραδοσιακού πεδίου εφαρμογής της. Η επαγγελματική ιατρική πρακτική δεν εμπλέκεται πλέον μόνο στην υγειονομική αστυνόμευση των πόλεων κατά τη διάρκεια επιδημιών ούτε καθορίζεται πια από τις επιθυμίες και τις ανάγκες του ασθενή. «Η ιατρική επιβάλλεται πάνω στο άτομο, είτε αυτό είναι άρρωστο είτε όχι, ως πράξη εξουσίας».(15) Διεξάγει μια συστηματική, υποχρεωτική και εξονυχιστική έρευνα στον πληθυσμό για την ανίχνευση, ακόμη και την κατασκευή, ασθενειών που κανείς δεν της ζήτησε να θεραπεύσει.

Τα αντικείμενα που συγκροτούν το πεδίο της ιατρικής θεραπείας δεν περιορίζονται στις ασθένειες. Θα δώσω δύο παραδείγματα. Από τις αρχές του 20ου αιώνα και μετά, η σεξουαλικότητα, η σεξουαλική συμπεριφορά, οι σεξουαλικές παρεκκλίσεις ή ανωμαλίες έχουν συνδεθεί με την ιατρική θεραπεία, χωρίς κανείς γιατρός να μπορεί να πει, εκτός κι αν είναι αφελής, ότι η σεξουαλική ανωμαλία είναι ασθένεια. Η συστηματική θεραπεία των ομοφυλοφίλων στις ανατολικο-ευρωπαϊκές χώρες είναι χαρακτηριστικό δείγμα της «ιατρικοποίησης» πραγμάτων που δεν είναι ασθένειες, είτε από τη σκοπιά του προσώπου που υφίσταται τη θεραπεία είτε από αυτή του γιατρού.
Πιο γενικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτό που μετασχηματίστηκε σε αντικείμενο της ιατρικής θεραπείας είναι η υγεία. Οτιδήποτε εγγυάται την υγεία του ατόμου, από τον καθαρισμό του παρεχόμενου νερού και τις συνθήκες κατοικίας ως τους αστικούς τρόπους ζωής, είναι σήμερα πεδίο ιατρικής παρέμβασης… Η ιατρική έχει αποκτήσει την εξουσία να ασκεί κανονικοποιητικές λειτουργίες που εκτείνονται πέραν της ύπαρξης ασθενειών, πέραν των επιθυμιών του ασθενή.(16)

Η διαδικασία της ιατρικοποίησης των κοινωνικών σχέσεων εκτείνεται από ζητήματα που κάποτε θεωρούνταν ηθικά (σεξουαλικές σχέσεις), ποινικά (αλκοολισμός) ή πολιτικά (έλεγχος των γεννήσεων) μέχρι την ψυχιατρικοποίηση, ενώ πρόσφατα έφτασε να συμπεριλάβει ακόμη και συμπεριφορές που αντιτίθενται στην παρεμπόδιση της φυσιολογικής λειτουργίας του ανθρώπινου οργανισμού. Για παράδειγμα, στις Οδηγίες του Εθνικού Οργανισμού Δημόσιας Υγείας (31-8-2020) προς τα σχολεία, εν μέσω πανδημίας, προτάθηκε, «σε ειδικές περιπτώσεις παιδιών που μπορεί να εμφανίζουν αγχώδεις διαταραχές [sic], σχετικά με τη χρήση μάσκας ή και τη νόσο COVID-19, η εξατομικευμένη προσέγγιση με τη συνδρομή ειδικών επιστημόνων ψυχοκοινωνικής υποστήριξης».(17)
Στην καρδιά της ιατρικοποίησης βρίσκεται το γεγονός ότι οι γιατροί είναι σε θέση να επαναπροσδιορίσουν τα πολιτικά ή κοινωνικά προβλήματα ως υγειονομικά ακριβώς επειδή η φετιχοποίηση της ατομικής φυσιοπαθολογίας φτάνει –σε ένα ορισμένο στάδιο ανάπτυξης της καπιταλιστικής προσταγής που θα μπορούσαμε να το ορίσουμε ως μικροβιολογικό/ανατομικό/επιδιορθωτικό ή, πιο κοντά στη δική μας φουκωική-μαρξιστική γλώσσα, πραγματική υπαγωγή του προλεταριακού σώματος στο επιστημονικό ιατρικό βλέμμα– να αποκρύψει πλήρως την κοινωνική αιτία των ασθενειών που η ίδια η κοινωνική ιατρική στο τρίτο στάδιο της ανάπτυξής της, στα μέσα του 19ου αιώνα, είχε αναδείξει.(18) Αυτός είναι ο τρόπος λειτουργίας των μορφών σκέψης στον καπιταλισμό: φετιχοποιημένες μορφές σκέψης (Denkformen) και λόγου που είναι παγιωμένες νοητικές μορφές των κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων˙ και οι οποίες μόνο εν μέρει «ξεπάγωσαν» με την εμφάνιση του αντιψυχιατρικού κινήματος, για παράδειγμα, τις δεκαετίες του ’60 και ’70.
Ακόμα τον 18ο και τον 19ο αιώνα υπήρχαν κοινωνικές σχέσεις, συμπεριφορές, επιλογές που κινούνταν εκτός του βλέμματος της ιατρικής, που δεν είχαν ακόμα ιατρικοποιηθεί. Από τη στιγμή που οι κοινωνικοί μεταρρυθμιστές των μέσων του 19ου αιώνα αναλαμβάνουν να αμβλύνουν τις κοινωνικές ανισότητες, τις οποίες θεωρούν ως κύρια αιτία των ασθενειών˙ από τη στιγμή που η κρατική παρέμβαση αρχίζει να αναλαμβάνει ένα όλο και μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνικής αναπαραγωγής˙ από τη στιγμή που ο von Virchow αναθέτει στην κοινωνική ιατρική το καθήκον «να αναμορφώσει την κοινωνία στη βάση της ψυχολογίας» και ορίζει την πολιτική ως «ιατρική σε γενικευμένη κλίμακα», τα πεδία της ζωής που μένουν έξω από τον έλεγχο των γιατρών αρχίζουν να μειώνονται δραματικά.
Στη Βούληση για Γνώση, ο Φουκώ καταγράφει «τέσσερις μεγάλες γραμμές εφόδου» ή «στρατηγικές» που ακολούθησε από δύο αιώνες τώρα η ιατρικοποίηση και η πολιτική του σεξ: η υστερικοποίηση των γυναικών, η παιδαγωγική επιτήρηση της παιδικής σεξουαλικότητας, η οικονομική/πολιτική/ιατρική κοινωνικοποίηση των τεκνοποιητικών συμπεριφορών και η ψυχιατρικοποίηση της «διεστραμμένης» ηδονής.(19)

Αυτό που είναι διαβολικό σε σχέση με την παρούσα κατάσταση είναι ότι όποτε κανείς πάει να αναφερθεί σε ένα πεδίο εκτός ιατρικής ανακαλύπτει ότι έχει ήδη ιατρικοποιηθεί. Κι όποτε κανείς πάει να αντιπαρατεθεί με τις ανεπάρκειες της ιατρικής, με τα μειονεκτήματά της και τις βλαβερές συνέπειές της, αυτό γίνεται στο όνομα μιας ακόμη πιο ολοκληρωμένης, πιο τελειοποιημένης και πιο διαδεδομένης ιατρικής γνώσης… Η αντι-ιατρική μπορεί να αντιπαρατεθεί στην ιατρική μόνο με γεγονότα ή προγράμματα που τα έχει ήδη οργανώσει ένα συγκεκριμένο είδος ιατρικής.
Θα αναφέρω ένα ακόμα παράδειγμα παρμένο από το πεδίο της ψυχιατρικής. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η πρώτη μορφή αντιψυχιατρικής ήταν η ψυχανάλυση. Στα τέλη του 19ου αιώνα η ψυχανάλυση αποσκοπούσε στην απο-ιατρικοποίηση διαφόρων φαινομένων που η μείζων ψυχιατρική συμπτωματολογία του ίδιου αιώνα τα είχε κατατάξει ως ασθένειες. Αυτή η αντιψυχιατρική είναι ψυχανάλυση όχι μόνο της υστερίας και της νεύρωσης, τις οποίες ο Φρόυντ είχε προσπαθήσει να αποσπάσει από τα χέρια των ψυχιάτρων, αλλά και της καθημερινής συμπεριφοράς που σήμερα αποτελεί το αντικείμενο της ψυχαναλυτικής δραστηριότητας. Μπορεί στην ψυχανάλυση να αντιπαρατίθεται σήμερα η αντιψυχιατρική και η αντι-ψυχανάλυση, αλλά είναι ακόμα ένα είδος δραστηριότητας και λόγου που βασίζεται σε μια ιατρική αντίληψη και γνώση. Κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από την ιατρικοποίηση και κάθε προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση καταλήγει να αναφέρεται στην ιατρική γνώση.(20)

Η ιατρικοποίηση δεν είναι μόνο συστατικό στοιχείο των στρατηγικών πειθάρχησης των συμπεριφορών, είναι και εκ των υστέρων ορθολογικοποίηση της αδυναμίας της κλινικής ιατρικής να θεραπεύσει τις «διαταραχές» που έχουν καθαρά κοινωνική αιτία. Ο Ράιχ που δεν είχε καμία διάθεση να καταλογίσει την αποτυχία των θεραπευτικών μεθόδων του στην έλλειψη «ατομικής υπευθυνότητας» των πελατών του, δηλαδή στην αποτυχία τους να ταυτιστούν με κάποιον από τους ρόλους αρρώστου που διανέμει η ιατρική, περιγράφει σε μια σελίδα της Λειτουργίας του Οργασμού πώς, ύστερα από πολλούς μήνες ψυχαναλυτικής θεραπείας, κατάφερε να «γιατρέψει» μια νεαρή βιεννέζα εργάτρια που έπασχε από κατάθλιψη εξαιτίας των συνθηκών ζωής και δουλειάς. Αφού τη «γιάτρεψε», την ξανάστειλε στο περιβάλλον της. Δεκαπέντε μέρες μετά, η κοπέλα αυτοκτόνησε. «Ξέρουμε πως η πνευματική διαύγεια και η τιμιότητα του Ράιχ», γράφει ο Βανεγκέμ που αναφέρει αυτή την ιστορία, «τον καταδίκασαν σε αποκλεισμό από τους ψυχαναλυτικούς κύκλους, στην απομόνωση, στο παραλήρημα και τον θάνατο˙ δεν ξεσκεπάζει κανείς έτσι ατιμώρητα τη διπροσωπία των δαιμονολόγων».(21)
Ο Φουκώ δίνει ένα ακόμα παράδειγμα εφαρμογής της ψυχιατρικής, αυτό της ανάμιξής της στην απονομή δικαιοσύνης. Ο παλιός γαλλικός ποινικός κώδικας του 1810 απάλλασσε τον δράστη από την ευθύνη για κάθε εγκληματική πράξη που είχε διαπράξει σε κατάσταση «παραφροσύνης». Δεν μπορούσε κανείς να είναι ταυτόχρονα και τρελός και ένοχος. Αν ήσουν τρελός δεν ήσουν ένοχος και η διαπραχθείσα πράξη ήταν σύμπτωμα και όχι έγκλημα, άρα δεν μπορούσες να καταδικαστείς. Όμως, στη Γαλλία τουλάχιστον, λέει ο Φουκώ, ο εμπειρογνώμων ψυχίατρος δεν καλείται από τον δικαστή, ή από την προανακριτική διαδικασία σαν αυτή που αποτυπώνεται στο φινάλε του Ψυχώ του Χίτσκοκ, να γνωμοδοτήσει πάνω στο αν ο κατηγορούμενος είναι συνειδητά υπεύθυνος για το έγκλημα ή όχι. Του ζητάνε να κάνει μια εκτίμηση για το αν ο κατηγορούμενος είναι ή όχι θεραπεύσιμος, αν είναι επιρρεπής σε νέες εγκληματικές ενέργειες. Ένα κοινό νήμα σκέψης ενώνει σήμερα τη δικαστική λογική με την ηθικολογική, διαθεματική πολιτική των ταυτοτήτων που καταγγέλλει παντού «παραβιαστικές συμπεριφορές». Γράφει ένας μαθητής του Φουκώ:

Τελικά δεν κρίνεται μια πράξη και αυτός που τη διέπραξε. Κρίνεται ένα υποκείμενο του οποίου τα κακουργήματα εγγράφονται σε μια ψυχολογική αλήθεια την οποία εκφέρουν οι ειδήμονες. Δεν καταδικάζουν πια έναν βιασμό: καταδικάζουν έναν διεστραμμένο. Εφεξής, η ποινική δικαιοσύνη τιμωρεί μόνο αναφερόμενη σε στοιχεία που αφορούν την περί του ατόμου γνώση: δεν είναι μόνο τιμωρητική αρχή, αλλά θέλει να λειτουργήσει και ως προς την αλήθεια. Η δικαστική τιμωρητική απόφαση αποκρύπτει τον αυθαίρετο χαρακτήρα της με το να εγγράφεται σε μια ολοένα εντονότερα επιδιωκόμενη επιστημονικότητα. Η μοντέρνα δικαιοσύνη δεν τιμωρεί εντέλει μια πράξη, μια παράβαση, αλλά μια ψυχολογική ατομικότητα, μια δυναμική συμπεριφορών, ένστικτα και ανωμαλίες, τιμωρεί μια επικινδυνότητα. Δεν τιμωρείται πια το έγκλημα, αλλά η εγκληματική ψυχή. Τη γέννηση αυτής της ψυχής από μια πολιτική τεχνολογία των σωμάτων θέλει να αφηγηθεί ο Φουκώ.(22)

Μια από τις πιο χαρακτηριστικές και διασκεδαστικές αφηγήσεις σχετικά με την ψυχολογικοποίηση των κοινωνικών σχέσεων στην οποία πολύ εύκολα μπορεί να προβεί τόσο ο επαναστάτης όσο και ο δικαστής του μας δίνει ο άγγλος σοβατζής Dave Wise σε ένα κείμενο γραμμένο στα τέλη του 1976 σε μια στιγμή απόλυτης προσωπικής κρίσης:

Έχω επιστρέψει μετά από ένα διάστημα πολύμηνης διαμονής στην Πορτογαλία και την Ισπανία και μου είναι αδύνατον να επανενταχθώ στην αγγλική κοινωνία. Για να ξεπεράσω το τραύμα, άρχισα (ξανά), καθώς πλησίαζαν τα μεσάνυχτα και οι πόρτες των pub έκλειναν, να γράφω συνθήματα στους τοίχους με σπρέυ: «Ένα μουντό σαββατοκύριακο είναι πιο ματωμένο και από την πιο αιματηρή επανάσταση», «Οι συνδικαλιστικοί εκπρόσωποι (shop stewards) είναι αντεπαναστάτες», «Οι καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις υποβαθμίζουν τις προσωπικές σχέσεις στο επίπεδο του βασανιστή και του βασανιζόμενου», «Η εθελοντική κοινοτική εργασία (free community labour) είναι χειρότερη κι απ’ τη σκλαβιά», «Το ποτό είναι ο πιο γρήγορος δρόμος εξόδου απ’ το Μάντσεστερ – Φρεντ Ένγκελς» και άλλα που σχεδόν αναπόφευκτα με οδήγησαν σε μια ακόμα σύλληψη. Συν τοις άλλοις ήμουν μεθυσμένος και απρόσεκτος. Μάταια προσπάθησα να τα εξηγήσω όλα αυτά στο δικαστήριο σ’ έναν σαστισμένο δικαστή, μπροστά σε εξίσου σαστισμένους δημοσιογράφους που ήθελαν να μάθουν γιατί δυο βδομάδες πριν είχα βρεθεί ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου, αυτή τη φορά αφού με είχαν τσιμπήσει για κλοπή σε κατάστημα της Tesco. Κι όλα αυτά ήρθαν να προστεθούν στη μη πληρωμή ενός προστίμου που είχα φάει από μια σύλληψη που είχε γίνει ένα χρόνο πριν και η οποία κατέληξε σ’ ένα πραγματικό ξυλοφόρτωμα σ’ ένα αστυνομικό κελί όπου ο «καλός» μπάτσος κοίταγε μάλλον ανήσυχος τις υπερβολές του «κακού» συναδέλφου του! Αφού διάβασε δυνατά στο δικαστήριο τα παραπάνω συνθήματα μαζί με κάποια άλλα που δεν θυμάμαι να είχα γράψει, στο τέλος η εξοχότης του μου απηύθυνε το ειρωνικό ερώτημα: «Είσαι τρελός»; Απάντησα απλώς «Ναι», ξέροντας ότι είμαι ένας από τους υγιέστερους ανθρώπους στον κόσμο. Όπως ήταν αναμενόμενο, έφαγα διπλό πρόστιμο με την επισήμανση ότι αν με συλλάβουν ξανά το επόμενο διάστημα θα με κλείσουν σε ψυχιατρείο.(23)

Επειδή τα ζητήματα της ιατρικοποίησης των κοινωνικών σχέσεων και συμπεριφορών, της πολιτικής οικονομίας της υγείας και της ασθένειας και του κοινωνικού κράτους –ως συμπύκνωση των σχέσεων εξουσίας, ως κοινωνικό κεφάλαιο, ως τόπος εφαρμογής ανταγωνιστικών στρατηγικών– θα μας απασχολήσουν ξανά στο επόμενο τεύχος, θα κάνουμε μια παύση εδώ. Θέλουμε να περάσουμε στην αντιπαράθεση του Φουκώ με δύο μεγάλους στοχαστές που καθόρισαν τη σκέψη του, στον ίδιο βαθμό που την καθόρισε και η εποχή του: τον Χέγκελ και τον Μαρξ. Αυτό γίνεται όχι μόνο για να καταλάβουμε καλύτερα τη θεωρία του για την εξουσία, αλλά και γιατί ο Χέγκελ και ο Μαρξ ήταν δύο εξίσου σημαντικοί οδηγοί μας στην κατανόηση όσων ζήσαμε τα τρία προηγούμενα χρόνια.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Foucault, The crisis of medicine or the crisis of anti-medicine? Στο Foucault Studies, νο. 1, 2004, σελ. 6-7.

2. Ό.π., σελ. 8.

3. Ιβάν Ίλλιτς, Ιατρική Νέμεσις, ό.π., σελ. 128-130.

4. Ό.π., σελ. 160.

5. Foucault, The crisis of medicine, ό.π., σελ. 10-12. Στο φως των σύγχρονων εξελίξεων όσον αφορά στην τροποποίηση των ιών στα ιολογικά εργαστήρια και τα mRNA εμβόλια, θα ήταν περιττό να προσθέσουμε ότι ο Φουκώ περιγράφει εδώ το δικό μας ιστορικό παρόν;

6. Foucault, The Birth of Social Medicine, στο The Essential Works of Foucault, 1954-1984, Vol. 3: Power, σελ. 137. Δική μας υπογράμμιση. Αυτό ήταν το πρώτο κείμενο στο οποίο ο Φουκώ χρησιμοποίησε τον όρο βιοπολιτική.

7. Foucault, ό.π., σελ. 141.

8. Η σχέση της επαγγελματοποίησης της ιατρικής με το κυνήγι των μαγισσών, την πρωταρχική συσσώρευση και την άνοδο της μηχανιστικής φιλοσοφίας μελετάται με άρτιο τρόπο στα Barbara Ehrenreich/Deirdre English, Mάγισσες, Μαίες, Νοσοκόμες [1973] (Αθήνα 2019), Silvia Federici, O Kάλιμπαν και η Μάγισσα (Θεσσαλονίκη 2011) και Lady Stardust, Γυναίκες στην Πυρά (Αθήνα 2010).

9. Φουκώ, Το Μάτι της Εξουσίας, σελ. 117-118.

10. Foucault, The Birth of Social Medicine, ό.π., σελ. 144.

11. Ό.π., σελ. 155.

12. Stuart Fraser, Leicester and Smallpox: The Leicester Method, Medical History 24 (1980), σελ.327. Tο σημαντικότερο βιβλίο επί του θέματος είναι το Nadja Durbach, Bodily Matters: The Anti-vaccination Movement in England, 1853-1907, Λονδίνο 2005. Μια εκτεταμένη περίληψη του εν λόγω βιβλίου με τίτλο Το Προλεταριακό Σώμα ως Πεδίο Πολιτικής Διαμάχης: Στιγμές Αγώνα ενάντια στον Υποχρεωτικό Εμβολιασμό στη Βικτωριανή Αγγλία τον 19ο αι. εξέδωσε η Συνέλευση Ενάντια στη Βιοεξουσία και την Κλεισούρα, Αθήνα 2022. Το βιβλίο της ΣΕΒΚ περιέχει επίσης μια απάντηση στους εμβολιολάτρες της Αντίθεσης που έσπευσαν να λοιδορήσουν το βιβλίο της Durbach πριν καν το διαβάσουν! Δυστυχώς, πολλές φορές κατά τη διάρκεια της κρατικής διαχείρισης της πανδημίας ήρθαμε αντιμέτωποι με παρόμοια φαινόμενα άγνοιας και αλαζονείας εκ μέρους των συνοδοιπόρων του κράτους.

13. Βλ. Paul Starr, The Social Transformation of American Medicine, Nέα Υόρκη, 1982 και Richard H. Shryock, Medicine in America: Historical Essays, Βαλτιμόρη 1966.

14. Tα πιο πρόσφατα κινήματα (στην Αφρική, τις Αντίλλες, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία, τον Καναδά και την Ελλάδα) ενάντια στα mRNA εμβόλια, τον υποχρεωτικό εμβολιασμό και τα πιστοποιητικά παρουσιάζονται στα δύο τεύχη της Κριτικής του Διαχωρισμού, που εκδόθηκαν από τη Συνέλευση Ενάντια στη Βιοεξουσία και την Κλεισούρα, τον Οκτώβρη του 2021 και τον Ιούνιο του 2022 αντίστοιχα.

15. Foucault, The crisis of medicine, ό.π., σελ. 12.

16. Foucault, ό.π., σελ. 12-13.

17. Λιγότερο από ένα μήνα μετά, οι «διαταραγμένοι» μαθητές ξεκίνησαν τις καταλήψεις σχολείων ζητώντας και μείωση των μαθητών ανά τάξη και κατάργηση της υποχρεωτικής μάσκας. Κανένας «βουβός εξαναγκασμός» και κανένας «ειδικός» δεν θα ήταν σε θέση να τους μεταπείσει, οπότε χρησιμοποιήθηκε ο εκβιασμός των απουσιών από την καθημερινή, υποχρεωτική τηλεκπαίδευση για να συνετιστούν. Γι’ αυτό το κίνημα, βλ. την έκδοση της Συνέλευσης Ενάντια στη Βιοεξουσία και την Κλεισούρα με τίτλο Κόντρα στο Ρεύμα, Αθήνα 2021.

18. Για μια εισαγωγή στο βιοϊατρικό μοντέλο, βλ. το τέταρτο κεφάλαιο του «καταραμένου» βιβλίου του Φώτη Τερζάκη, Ιατρική/Πολιτική, Αθήνα 2021, σελ. 97-116, όπου συνοψίζεται ένα μέρος των σχετικών θεωρητικών επεξεργασιών. Ξεχωρίζει η αναφορά στο έργο της Susan Sontag, Η Νόσος ως Μεταφορά, όπου η συγγραφέας αναλύει τις, καθόλου τυχαίες, στρατιωτικές μεταφορές που χρησιμοποιεί η ιατρική, και μας βοηθάει να καταλάβουμε γιατί, αφ’ ης στιγμής αυτές έχουν γίνει αποδεκτές από τον πληθυσμό, κάθε επινόηση αυτοσχέδιων συλλογικών μορφών «αλληλοπροστασίας» εντάσσεται αναπόφευκτα στην εθνική και διαρκή κατάσταση εκτάκτου ανάγκης για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των «εισβολέων» ιών.

19. Όπως και στην περίπτωση των δύο ελληνικών μεταφράσεων του Κεφαλαίου, έτσι και στην περίπτωση της Ιστορίας της σεξουαλικότητας, τόμος Ι. Η Βούληση για Γνώση, δυσκολευόμαστε να επιλέξουμε ανάμεσα στην μετάφραση των εκδόσεων Ράππα (Αθήνα 1982) και αυτή των εκδόσεων Πλέθρον (Αθήνα 2011). Θα χρησιμοποιούμε αποδόσεις χωρίων και από τις δύο εκδόσεις και θα παραπέμπουμε, ως παλιακοί που είμαστε, στην παλιότερη. Εδώ, σελ. 129-130.

20. Foucault, The crisis of medicine, ό.π., σελ. 14-15.

21. Raoul Vaneigem, Η Επανάσταση της Καθημερινής Ζωής, Αθήνα, χ.χ., σελ. 184-185.

22. Φρεντερίκ Γκρο, Φουκώ, Αθήνα 2007, σελ. 80-81. Να συμπληρώσουμε όμως σ’ αυτά που λέει ο Γκρο ότι η αστική ποινική δικαιοσύνη ακολουθεί ακόμα μια αποδεικτική διαδικασία που δίνει τη δυνατότητα στον κατηγορούμενο να απολογηθεί –και μάλιστα αφού έχει ακούσει τους μάρτυρες κατηγορίας– ενώ στον αντιεξουσιαστικό χώρο π.χ. –ο οποίος βρίσκεται ακόμα πολλά βήματα πίσω από την αστική δικαιοσύνη– αρκεί συχνά κάποιο άτομο να καταγγείλει μια παραβιαστική συμπεριφορά για να καταδικαστεί ο κατηγορούμενος, οι υπερασπιστές του, ακόμη και οι έχοντες αμφιβολίες σε σχέση με τις πραγματικές πράξεις, στο πυρ το εξώτερον.

23. Dave Wise, Memories of underdevelopment and overdevelopment in Portugal, the UK and USA στο blog Revolt against Plenty.

 

Το κείμενο σε pdf

Αναρτήθηκε από: Τα παιδιά της γαλαρίας | 28 Αυγούστου 2023

THE “ANTI-AUTHORITARIAN” FRIENDS OF THE STATE AND SCIENCE – ΟΙ «ΑΝΤΙΕΞΟΥΣΙΑΣΤΕΣ» ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ

(An English translation of the slightly modified Appendix no 5 of TPTG,# 19-20)

THE “ANTI-AUTHORITARIAN” FRIENDS OF THE STATE AND SCIENCE

In the face of the continuing horror that has people struggling for breath, many radicals continue to deny the dangers associated with the virus. Contagious diseases differ from other diseases in a very substantial way: they are by definition social. They presuppose contact, co-existence, a community – even an alienated one. What the SARS-CoV-2 pandemic has shown us, however, is that we are in a historical period where social relations are perceived as the burdensome void between solid, closed-up and inviolable individuals. Individualities that are self-determined, non-negotiable, non-contagious.

The above quotation is from the introduction of Antithesi / Cognord’s text, The Reality of Denial and the Denial of Reality (September/December 2021, from now on RDDR). This text exemplifies the ideology of biological reductionism through which many people in the so-called far left/radical milieus perceived the SARS-CoV-2 pandemic the previous years. These people simplistically perceive social relations as physical contact between biological organisms that can cause… infection. This biological conception of sociality and by extension of solidarity -which became a strictly sanitary approach to the social question- constitutes the core of the argumentation on which this still current gem is based. “No one has a personal relationship with a contagious disease”, we are sternly reminded by its authors. That’s not hot news: everything -from human cognition to our constant contact with viruses- is the result of inevitable (material and formal) social metabolism and it includes biological mechanisms of social transmission. Indeed, formal social metabolism is of particular importance since no one in a society dominated by alienated capitalist relations can have “pure” personal/individual or social relationships with anything or anyone avoiding the mediation of the commodity-form, the money-form or the spectacle. And no one can avoid confronting the specifically capitalist distinctions of “contamination” and “purity” these alienated capitalist relations entail. Would it change anything if we said that we cannot have a “personal relationship” to the question of “public security” or “public order”, for example? Aren’t both of these two issues also “collective” and “social” ones? Aren’t both of these two issues, like everything else about capitalist society, also mediated by the divisions and pseudo-unifications imposed by the capitalist social relation? Note also that nowhere in their text one can find the scientific, production and exchange processes of this specific social relation held responsible for the origin and spread of SARS-CoV-2. According to the authors, “mutations of viruses are part and parcel of their natural development as viruses” that simply “land [sic] on a historically contingent period”!

The abstract contrast between “individual freedom” and “collective freedom”/“collective class need” Antithesi and Cognord establish is thus false for the reason that it bypasses the socially imposed mediations in the individual’s relation to herself; we are talking about impositions on the body or freedom of movement and mediations that reproduce the capitalist relation, individualize and subjectify individuals in particular ways, and invalidate antagonistic individuality. The starting point of any movement that aspires to question the capitalist relation starts from the level at which it is first perceived, the individual, since “the free development of each is the condition for the free development of all”. That’s the alphabet of radical theory, if we are not mistaken, or not? But the only individuality the authors acknowledge is the bourgeois individuality. Τherefore, it is no coincidence that despite their collectivist grandiloquence, in a footnote that has been omitted in the english version of their text they introduce the capitalist-inspired notion of “individual responsibility” through the back door: “We have already referred at length to the question of the impossibility of a personal relationship with a pandemic. But this approach should not be understood as a complete elimination of any notion of individual responsibility. The functional use of this ideological approach made by the state apparatus… does not mean that subjects who are ostentatiously indifferent to those around them have no share of responsibility.” The “subjects who are ostentatiously indifferent to those around them” are those who struggled equally against lockdowns, remote education, mandatory vaccination and austerity measures! We do, however, know from the struggles of the proletariat throughout history that the invention of the ways in which antagonistic individuality is articulated in a class community of struggle has as its starting point the resistance to direct or indirect oppression and not the conformity to state and capitalist plans which is served up to us here camouflaged by these “radical” experts as the new “communist” normative gospel.

What we say in the two preceding paragraphs should logically belong to the elementary prerequisites of a critique that wants to call itself «radical». The absence of these prerequisites is not the only problem with RDDR. Even more infuriating is the pompous and authoritarian style with which they wag a finger at anyone who doubts their supposedly self-evident interpretation of concepts such as “public health”, “collective class needs”, “solidarity”, “freedom” and, above all, the one and only practical “truth” that pervades their text, namely that we should scrupulously observe the state sanitary orders which they simply call “effective, protective, horizontal measures”!

The fact that the terms and concepts that the capitalist state itself has used extensively in its propaganda -we could mention, for example, among other things, the state’s substitution of a socially and historically determined multifactorial concept of illness by a mechanistic, virocentric one, according to which a disease has a single cause- were not deconstructed cannot be attributed exclusively to the authors’ inadequate analytical method; the fact that the world is presented by the authors standing on its head, through an arrogant, almost prosecuting, discourse, can mainly be attributed to the retreat of the movement and its recuperation by the state (a process of statisation) even before -let alone after- the election of the Syriza government in 2015. The proximity of parts of the radical milieu to this new type of party and the re-legitimisation of the state and its functions during the Syriza’s term of office played in 2020 an important role for the Left in seeing the state as the protector of “public health”, even the “defender of reason”. How successfully has the state been re-legitimised in Greece is revealed at one point in their text where the authors claim that «the deniers [i.e. those who have doubts about the sanitary party line] have essentially created the space for the state to present itself as a responsible and rational exponent of the “general interest” against irrational individualism”, apparently referring to how the state was presented in their own eyes. Contrary to Antithesi/Cognord’s way of thinking, let us be serious: it is a complete and brazen reversal of reality to say that it is the questioning of the state’s management of the pandemic that has strengthened the state apparatus and not, on the contrary, the trust it has enjoyed by “radicals” like them in practice in the past three years!

Τheir misleading reference here and there to state management as “destructive” has only the meaning of a complaint: the state did not apply its mandates with the consistency they would like – and in a magical way, without repression!(1) The capitalist state is presented in their text as the rational power which, despite its U-turns, is obliged, in the interests of a healthy labour force, to take collective protective measures for the “common good”. While they use an analysis that at first sight resembles ours, namely the analysis of the contradictory functions of the state (accumulation and legitimation),(2) and even though they feel obliged to refer -in order not to be considered “Mitsotakis’ minions”- to the disciplining of labour power as a necessary component of these functions, however, they are unable to show us why and in what way disciplining was attempted through the pandemic measures. They think that disciplining and reproduction of the working class “lost its meaning” and this is due to their inability to understand what happened during 2020-2022. First, “proletarians” did not “get sick and die en masse” because of covid 19 as they claim – there was excess mortality only in the winter of 2021-2022 during the period of universal/mass vaccination for reasons that no one has explained convincingly yet. Second, value creation and the reproduction of the working class did not stop completely during those years. There was a phase of devaluation of (constant and variable) capital -which they do not acknowledge- and the slowdown of the economy was carefully handled. The disciplining measures that a phase of devalorisation demands are different from the disciplining measures taken during a phase of expanding valorisation of capital. However, the radical critique, which they slander and distort, has treated and still does treat the proletarian body as a constant field of state policies, and therefore as a battlefield; it has never equated the needs of capital with those of the proletariat and has subjected the capitalist form in which the state reproduces us to the most relentless criticism; radical critique knows that the state always treats us as expendable: either as “contaminated” bodies under the investigation of technoscience and biomedicine, or as bodies and minds to be exploited, or, in certain cases, as cannon fodder.(3)

The authors’ schizoid attitude towards the state, the result of the impossibility of reconciling the necessity of complying with its orders on the one hand with the maintenance of an allegedly radical critical stance on the other, tries to camouflage itself by appealing to an abstract proletarian consciousness which will promote “class and social solidarity” by recognizing that mass/universal/mandatory vaccination “meets a fundamental collective class need”. Τhey expected in vain that class self-discipline would free them from the awkward task of justifying state coercion! Their entire text is reminiscent of decrees of a medical police recruited in the service of an authoritarian, hypochondriac collectivism that many proletarians would gladly choose to remain outside it. Actually, this is what happened in the summer of 2021: proletarian distrust towards the state measures was so widespread that the state had to impose a bill providing that any boss in the private sector could dismiss any employee that failed to display vaccination, paid test or recovery certificates and that’s how the Health Department’s or Antithesi/Cognord’s “persuasion campaigns” ended.

The only activities that expressed “class and social solidarity” in the period of 2020-2022 were activities against the lockdowns, the introduction of a university police corps and mass/mandatory vaccination. It comes as no surprise that these activities (e.g. the class content of the suspended health workers’ movement) are absent from Antithesi/Cognord’s text. Τhey were so busy defending conceptual categories and “truths” used by the state in the pandemic (what constitutes a pandemic, a disease or public health, what it means “to take protective measures including vaccines whose effectiveness against symptomatic infection, hospitalization or death is overwhelmingly proven by the data” [actually it has been disproved by the data and not only due to adverse effects!]) and vilifying anyone who challenged them as “individualists”, “deniers”, “conspiracy theorists”, “reactionaries” and -how consistent for “left-wing communists”!-… “fascists” that it barred them from dealing with class struggle.

State-capitalist rationality (that is, irrationalism and glorification of capitalist science) is legitimized through the tactical sophistry of “yes, but”. Quoted from the text: “the fact that a form of protection against SARS-Cov-2 reduces costs, generates profits and reinforces the legitimacy of the state is not in itself a reason to reject it”; “while radical critique does not celebrate the authority of experts or science in general, let alone when social questions are posed, it does not fall back to endorsing and promoting the position of every non-expert”. Although they confess that they are not “epidemiology experts”, nevertheless they are sure that mRNA vaccines “are more tested and safer than most medicine that people consume on a daily basis”, simply because celebrated experts and the state told them so!

Not only is common sense disdained but even radical critique is systematically distorted and altered in order to be “creatively” adapted to the authors’ views on the necessity of defending state measures (and pharmaceutical companies). E.g. the old left communist critique of the feminist slogan “my body, my choice” is transformed by Antithesi/Cognord from being a critique of the limits of the body’s self-determination -a form of self-determination that was not rejected but considered unable to address the deeper causes of oppression- into an authoritarian denunciation of the right of self-determination of the body and into a justification of mandatory medical acts in the name of “the social character of a contagious disease” and of not letting individual choices work “to the detriment of [their] collective experience»!

They invoke Adorno -Adorno, who declared that “progress occurs where it ends”- to convince us of the usefulness and progressiveness of state measures taken in the name of the “collective”; they even point to Debord’s words, going so far as to distort the meaning of his statement that democracy wants “to be judged by its enemies rather than by its results”. In this famous statement Debord was not referring to the real enemies of bourgeois democracy -the social movements, one of which was, at the time, the anti-vaccination movement- but to the “mysterious” and “invisible enemies” that the state itself constructs -terrorism, or “murderous viruses” in our case- in order to present its declaration of a (protective) state of emergency as a sign of the utmost kindness of the hegemon towards his subjects!

We will not continue analyzing countless other howlers in that text, such as that “central components of global political economy of the last decades [e.g. austerity] have been set aside overnight” to save global labour power or their downright falsified use of statistical data. Even state recommendations for vaccination of health workers for a number of infectious diseases in Greece and other european countries are presented by the authors as “compulsory vaccination” that existed “long before the Coronavirus pandemic”! For the time being we would like our critique to be as short as possible.

We will close by mentioning an interesting aspect of the history of Antithesi/Cognord’s text that should not come as a surprise to the reader: the managers of Atlantico (a right-wing French news website whose founder and director does not hesitate to declare that “liberalism and capitalism are not swear words for us” and one of whose owners is the former director of Sarkozy’s election campaign) appreciated from the very first moment the valuable contribution this work from the “radical left” made to the mainstream state propaganda and wanted to publish it, grasping perfectly well its content, contrary to what Cognord said in his negative reply!

NOTES

1. “Anyone who travelled in Greece during the summer [of 2021] saw that there were no serious checks on vaccination, test or recovery certificates, but only its pretence”, write these fans of policing (without repression!). They continue undeterred: “the resulting explosion of cases in tourist destinations thus came as no surprise”. What came as a surprise was the fact that they did not ask for strict checks on certificates in the summer of 2022, nor are they asking for them today, even though the pandemic did not end in May 2022 because their state decided so! A multiple paradox indeed, as they themselves, in their biologized version of sociality that they advocate, do not distinguish either between the phases of a pandemic or between historical social forms: “minimizing social contact during a communicable disease is a reasonable measure, applicable whether we are talking about a modern capitalist state, a feudal society or even communism”, they say without much understanding of the logical consequence of such statements. Let us explain: if the coronavirus is now “endemic, remaining dozens of times more deadly than the flu”, as they continue to claim on their personal facebook profiles, then why have they increased their social contacts by going to events, bars, etc.? But, as we have many times said, the supporters of “responsible stay-at-home-ism”/vaccine worshippers have long since divorced themselves from reason and consistency.

2. All three authors of the text are former members of TPTG who, fortunately for us, have left long before 2020. They still use the basic analyses of our journal (the interpretation of the crisis as a crisis of reproduction of capitalist relations, revolutionary defeatism, the necessity of a proletarian public sphere, the critique of identity politics, etc.) but now embedded in a completely different political context.

3. Much ink has been spilled in the texts of the Assembly Against Biopower and Confinement to analyze disciplining as a condition for the enhanced continuation of the devaluation of labour power after the memoranda period and during the “covid crisis”. A very small sample of these texts can be found here: https://againstbiopowerandconfinement.noblogs.org/post/category/international/

The above text which consists of extracts from the latest issue of TPTG has been written as a reply to Angry Workers’ question which bits of the Antithesi/Cognord’s text we find reactionary. For a more comprehensive critique of their political position during the pandemic, see the Appendix of the publication The Proletarian Body as a Terrain of Political Controversy: moments of struggle against compulsory vaccination in Victorian England in the 19th century, which is a presentation and commentary on Nadja Durbach’s book Bodily Matters. The Appendix is entitled Some Reflections on academic and other “critics” on the movements against compulsory vaccination, it is divided in two parts and can be found on the site of the Assembly Against Biopower and Confinement. These texts include a more extensive critique of both the text referred to here and other views of Antithesi and its allies both in Greece as well as abroad (Karmina, Pasamontana, red n’ noir, etc.) – a critique that also includes reference to their political trickeries with statistical data. Unfortunately it’s all in Greek.

The text in pdf

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 5 – ΟΙ «ΑΝΤΙΕΞΟΥΣΙΑΣΤΕΣ» ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ

«Οι λοιμώδεις, δηλαδή μεταδοτικές, ασθένειες διαφέρουν από άλλου είδους παθήσεις με έναν πολύ ουσιαστικό τρόπο: είναι πολύ πιο ευανάγνωστα κοινωνικές. Προϋποθέτουν επαφή, συνδιαλλαγή, συνεύρεση, μια κοινότητα. Αυτό που μας έδειξε όμως η πανδημία του SARS-CoV-2, είναι πως έχουμε εισέλθει σε ένα ιστορικό πλαίσιο όπου οι κοινωνικές σχέσεις γίνονται αντιληπτές ως ένα ενοχλητικό κενό ανάμεσα σε ατομικότητες, οι οποίες παρουσιάζονται ως συμπαγείς, κλειστές και απαραβίαστες. Ατομικότητες αυτοδιάθετες, μη-διαπραγματεύσιμες, μη-μεταδοτικές», διαβάζουμε στο κείμενο των Αντίθεση και Π.Ρ., Η πραγματικότητα της άρνησης και η άρνηση της πραγματικότητας, (1) όπου θαυμάζουμε έναν βιολογικό αναγωγισμό της έννοιας της κοινωνικότητας, ο οποίος αντιμετωπίζει απλοϊκά τις κοινωνικές σχέσεις ως επαφές βιολογικών οργανισμών που μπορούν να… μολύνουν και να μολυνθούν. Αυτή η βιολογικοποιημένη εκδοχή της κοινωνικότητας και κατ’ επέκταση της αλληλεγγύης –που μετατρέπεται σε μια αυστηρά υγειονομική προσέγγιση του κοινωνικού ζητήματος– αποτελεί τον πυρήνα της επιχειρηματολογίας στην οποία βασίζεται αυτό το πάντα επίκαιρο διαμάντι. «Κανείς δεν έχει προσωπική σχέση με μια μεταδοτική ασθένεια», μας επισημαίνουν αυστηρά, λες και δεν είναι τα πάντα –από την ανθρώπινη νοητικότητα ως τη διαρκή επαφή μας με ιούς– αποτέλεσμα του αναπόφευκτου κοινωνικού (υλικού και μορφικού) μεταβολισμού, που περιλαμβάνει και βιολογικούς μηχανισμούς κοινωνικής μετάδοσης. Ιδιαίτερη σημασία μάλιστα έχει ο μορφικός κοινωνικός μεταβολισμός αφού κανείς μέσα σε μια κοινωνία που κυριαρχούν οι αλλοτριωμένες καπιταλιστικές σχέσεις δεν μπορεί να έχει «καθαρές» προσωπικές/ατομικές ή κοινωνικές σχέσεις χωρίς τη μεσολάβηση του εμπορεύματος, του θεάματος και των ειδικά καπιταλιστικών διαχωρισμών «μόλυνσης» και «καθαρότητας» που συνεπάγονται. Μήπως θα άλλαζε κάτι αν λέγαμε ότι δεν μπορούμε να έχουμε «προσωπική σχέση» με το ζήτημα «δημόσια ασφάλεια» ή «δημόσια τάξη», για παράδειγμα; Μήπως δεν είναι κι αυτά ζητήματα «συλλογικά», «κοινωνικά»; Μήπως κι αυτά, όπως κι οτιδήποτε αφορά στην καπιταλιστική κοινωνία, δεν είναι διαμεσολαβημένα από τις διαιρέσεις και τις ψευδο-ενοποιήσεις που επιβάλει η κοινωνική σχέση-κεφάλαιο;

Η κάθετη αντιπαράθεση ανάμεσα στην «ατομική ελευθερία» και τη «συλλογική ελευθερία» στην οποία προβαίνουν η Αντίθεση και ο Π.Ρ. είναι λοιπόν ψευδής για τον λόγο ότι παρακάμπτει τις κοινωνικά επιβαλλόμενες διαμεσολαβήσεις στη σχέση του ατόμου με τον εαυτό του, είτε αυτές αφορούν επιβολές πάνω στο σώμα είτε την ελευθερία κινήσεων· διαμεσολαβήσεις που αναπαράγουν την καπιταλιστική σχέση, εξατομικεύουν και υποκειμενοποιούν με συγκεκριμένους τρόπους τα άτομα και ακυρώνουν την ανταγωνιστική ατομικότητα. Και φυσικά η αφετηρία κάθε κίνησης αμφισβήτησης αυτής της σχέσης ξεκινά από το επίπεδο που αυτή γίνεται αρχικά αντιληπτή, το άτομο, αφού «η ελεύθερη ανάπτυξη του καθενός είναι η προϋπόθεση για την ελεύθερη ανάπτυξη όλων», αν θυμόμαστε καλά από την αλφάβητο της ριζοσπαστικής θεωρίας. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι παρά τις κολλεκτιβίστικες λεκτικές κορώνες που πετάνε, για το «ατομικό» επιφυλάσσουν ένα καθήκον, αυτό της καπιταλιστικής έμπνευσης «ατομικής ευθύνης» το οποίο μπάζουν από την πίσω πόρτα στη σημείωση 25 του κειμένου τους: «Έχουμε ήδη αναφερθεί διεξοδικά στο θέμα της αδυνατότητας μιας προσωπικής σχέσης με μια πανδημία. Αυτή η προσέγγιση όμως δεν πρέπει να γίνει κατανοητή ως ένα πλήρες σβήσιμο κάθε έννοιας ατομικής ευθύνης. Η λειτουργική χρήση που κάνει ο κρατικός μηχανισμός αυτής της ιδεολογικής προσέγγισης… δεν σημαίνει πως τα υποκείμενα που αδιαφορούν επιδεικτικά για τους γύρω τους δεν έχουν κανένα μερίδιο ευθύνης». Εμείς, ωστόσο, γνωρίζουμε από τους αγώνες του προλεταριάτου μέσα στην ιστορία, ότι η επινόηση των τρόπων με τους οποίους η ανταγωνιστική ατομικότητα συναρθρώνεται στην (ταξική) κοινότητα έχει αφετηρία την αντίσταση στην άμεση ή έμμεση καταπίεση και όχι προφανώς τη συμμόρφωση στους κρατικούς και καπιταλιστικούς σχεδιασμούς που εδώ μας σερβίρεται καμουφλαρισμένη ως «κομμουνιστικό» κανονιστικό ευαγγέλιο κάποιων επαϊόντων «ριζοσπαστών» καρδιναλίων.

Δεν είναι μόνο ότι αυτά που λέμε στις δύο προηγούμενες παραγράφους θα έπρεπε λογικά να ανήκουν στα στοιχειώδη προαπαιτούμενα μιας κριτικής που θέλει να λέγεται «ριζοσπαστική». Το πλέον εξοργιστικό είναι το πομπώδες και αυταρχικό ύφος με το οποίο κουνάνε το δάχτυλο σε όποια αμφιβάλλει για τη δήθεν αυτονόητη και αυταπόδεικτη ερμηνεία εννοιών όπως «δημόσια υγεία», «συλλογικό», «αλληλεγγύη», «ελευθερία» και κυρίως για τη μία και μοναδική πρακτική αλήθεια που –όπως διαπιστώνει καμιά διαβάζοντας το κείμενο– συνεπάγονται όλα αυτά, δηλαδή την ευλαβική τήρηση των κρατικών εντολών!

Το ότι δεν αποδομούνται οι όροι και οι έννοιες που το ίδιο το αστικό καπιταλιστικό κράτος χρησιμοποίησε κατά κόρον στην προπαγάνδα του –θα μπορούσαμε να αναφέρουμε, μεταξύ άλλων, την κρατική υποκατάσταση μιας κοινωνικά και ιστορικά καθορισμένης πολυπαραγοντικής νοσολογικής αντίληψης από μια μηχανιστική, ιοκεντρική, σύμφωνα με την οποία σε μία ασθένεια αντιστοιχεί ένα αίτιο–, το ότι ο κόσμος παρουσιάζεται με το κεφάλι κάτω και τα πόδια ψηλά και μάλιστα μέσα από έναν αλαζονικό, σχεδόν εισαγγελικό, λόγο δεν μπορούμε παρά να το αποδώσουμε στην υποχώρηση και κρατικοποίηση του κινήματος ήδη πριν –πόσο μάλλον μετά– την διακυβέρνηση του Σύριζα. Η γειτνίαση κομματιών του χώρου με αυτό το κόμμα νέου τύπου και η επανανομιμοποίηση του κράτους και των λειτουργιών του έπαιξαν το 2020 σημαντικό ρόλο στο να θεωρηθεί το κράτος προστάτης της «δημόσιας υγείας», ακόμα και υπερασπιστής του ορθού λόγου. Να πώς το παραδέχονται αποκαλυπτικά και οι ίδιοι σε ένα σημείο του κειμένου τους: «οι αρνητές [δηλαδή οι αμφισβητίες της μοναδικής σκέψης] δημιούργησαν και σιγοντάρισαν τις ιδανικές συνθήκες ώστε το κράτος να παρουσιαστεί ως υπεύθυνος και ορθολογικός εκφραστής του «γενικού συμφέροντος» απέναντι στον ανορθολογικό ατομικισμό», αναφερόμενοι προφανώς στο πώς παρουσιάστηκε στα δικά τους μάτια το κράτος. Αποτελεί όμως πλήρη και θρασεία αντιστροφή της πραγματικότητας να λένε ότι η όποια αμφισβήτηση της κρατικής διαχείρισης της πανδημίας είναι αυτή που ενίσχυσε τον κρατικό μηχανισμό και όχι αντίθετα η έμπρακτη εμπιστοσύνη με την οποία το περιέβαλαν αυτά τα τρία χρόνια «ριζοσπάστες» σαν αυτούς!

Η παραπλανητική δε αναφορά τους εδώ κι εκεί στην κρατική διαχείριση ως «καταστροφική» δεν έχει παρά την έννοια ενός παράπονου: ότι το κράτος δεν εφάρμοζε τις υποχρεωτικότητες με τη συνέπεια που θα ήθελαν αυτοί – και μάλιστα με έναν μαγικό τρόπο, χωρίς καταστολή! (2) Το καπιταλιστικό κράτος εμφανίζεται μέσα στο κείμενό τους ως η ορθολογική δύναμη που παρά τις όποιες παλινωδίες της είναι αναγκασμένη, μεριμνώντας για μια υγιή εργασιακή δύναμη, να παίρνει συλλογικά μέτρα προστασίας για το κοινό καλό. Ενώ χρησιμοποιούν μια ανάλυση που εκ πρώτης όψεως μοιάζει με την δική μας, την ανάλυση δηλαδή περί των αντιφατικών λειτουργιών του κράτους (συσσώρευση και νομιμοποίηση),(3) και παρότι νιώθουν υποχρεωμένοι να αναφέρονται –για να μη θεωρηθούν «τσιράκια του Κούλη»– στην πειθάρχηση της εργασιακής δύναμης ως αναγκαία συνιστώσα των λειτουργιών αυτών, εν τούτοις όχι μόνο δεν είναι σε θέση να μας δείξουν γιατί και με ποιον τρόπο επιχειρήθηκε η πειθάρχηση μέσα από τα μέτρα για την πανδημία, (4) αλλά αντίθετα καταλήγουν να λένε ότι «χάνει το νόημά της» ή είναι απλώς «αφηρημένη» αφού οι «προλετάριοι πεθαίνουν μαζικά» – ή μάλλον «πέθαιναν μαζικά» αφού τώρα πια το κράτος τούς λέει no problem! Ωστόσο, η ριζοσπαστική κριτική, την οποία συκοφαντούν και διαστρεβλώνουν, αντιμετώπιζε και αντιμετωπίζει το προλεταριακό σώμα ως πεδίο άσκησης κρατικών πολιτικών, και συνεπώς, ως πεδίο μάχης∙ ποτέ δεν ταύτισε τις ανάγκες του κεφαλαίου με αυτές του προλεταριάτου και υπέβαλε στην πιο αμείλικτη κριτική την καπιταλιστική μορφή με την οποία το κράτος μάς αναπαράγει αντιμετωπίζοντάς μας πάντα ως αναλώσιμες: είτε ως μολυσμένο κρέας για την τεχνοεπιστήμη και τη βιοϊατρική, είτε ως σώμα και μυαλό για αξιοποίηση, είτε, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, ως κρέας για κανόνια.

Η σχιζοειδής στάση τους απέναντι στο κράτος, αποτέλεσμα της αδύνατης συμφιλίωσης της αναγκαιότητας συμμόρφωσης με τις εντολές του από τη μία με τη διατήρηση μιας ντεμέκ ριζοσπαστικής κριτικής ματιάς από την άλλη, προσπαθεί να καμουφλαριστεί με την επίκληση στην «προλεταριακή συνείδηση» που από μόνη της θα αναγνωρίσει την κοινωνική αναγκαιότητα του εμβολιασμού, θα αυτοπειθαρχήσει και έτσι θα μας απαλλάξει από τον εξαναγκασμό. Άδικος κόπος! Όλο το κείμενό τους θυμίζει διατάγματα υγειονομικής αστυνομίας στρατολογημένης στην υπηρεσία ενός αυταρχικού, υποχονδριακού κολλεκτιβισμού από τον οποίον εμείς μετά χαράς επιλέγουμε να μείνουμε απέξω…

Συνοπτικά, στο κείμενο αυτό συναντάμε την πλήρη υιοθέτηση όλων των εννοιολογικών κατηγοριών που χρησιμοποίησε το κράτος στην πανδημία και των αντίστοιχων «αληθειών» τους (τι συνιστά πανδημία, ασθένεια, δημόσια υγεία, προστασία, αποτελεσματικότητα εμβολίων με αναφορά στην «αποδεδειγμένη προληπτική ικανότητα των εμβολίων» κλπ.), την κατάφαση απέναντι στα κρατικά μέτρα (λοκντάουν, μάσκες, μαζικός και καθολικός εμβολιασμός) και τη λοιδορία οποιωνδήποτε τα αμφισβήτησαν ως «ατομικιστών», «αρνητών», «συνωμοσιολόγων», «αντιδραστικών» και (πόσο συνεπές για «αριστερούς κομμουνιστές»!)… «φασιστών»!

Επιπλέον, στο κείμενό τους επιχειρείται μια διαστρεβλωμένη παρουσίαση των στοιχείων σχετικά με την υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού των υγειονομικών σε Ελλάδα και Ευρώπη, καθώς οι «συστάσεις» για εμβολιασμό των εργαζόμενων στη βιομηχανία της υγείας παρουσιάζονται από την Αντίθεση και τον Π.Ρ. ως υποχρεωτικότητες!

Μέσω της τακτικής σοφιστειών τύπου «ναι μεν, αλλά» νομιμοποιείται η κρατική-καπιταλιστική ορθολογικότητα, δηλαδή ο ανορθολογισμός («το γεγονός πως μια μορφή προστασίας απέναντι στον SARS- Cov-2 μειώνει κόστη, αποφέρει κέρδη και εμπεδώνει τη νομιμοποίηση του κράτους δεν αποτελεί καθαυτό λόγο για να την αρνηθούμε») και η καπιταλιστική επιστήμη («η ριζοσπαστική κριτική δεν αποδέχεται την αυθεντία ούτε κάποιων “ειδικών” ούτε και της επιστήμης εν γένει… αλλά αυτό δεν σημαίνει πως φτάνει στο σημείο να εκθειάζει τη γνώμη/άποψη κάθε μη-ειδικού»). Η αντίσταση στα κρατικά μέτρα παρουσιάζεται ψευδώς ως αποτέλεσμα κρατικοποίησης τη στιγμή που συνέβη το ακριβώς αντίθετο: η μακρά διαδικασία συριζοποίησης/κρατικοποίησης μεγάλου μέρους του αντιεξουσιαστικού χώρου είχε ως αποτέλεσμα τη συμμόρφωση με τις κρατικές υποχρεωτικότητες.

Κάθε ταξικό περιεχόμενο που εκδιπλώθηκε στο πλαίσιο της ευρύτερης διαταξικής αμφισβήτησης/αντίστασης στις υποχρεωτικότητες (πχ. το ταξικό περιεχόμενο του κινήματος των ανεσταλμένων υγειονομικών) έχει ταχυδακτυλουργικά εξαφανιστεί.

Η ριζοσπαστική κριτική παραποιείται και αλλοιώνεται συστηματικά ώστε να προσαρμοστεί «δημιουργικά» στις απόψεις των συγγραφέων για την αναγκαιότητα υπεράσπισης των κρατικών μέτρων (και εμμέσως των φαρμακοβιομηχανιών). Πχ η παλιά αριστερή κομμουνιστική κριτική στο φεμινιστικό σύνθημα «my body, my choice» από κριτική των ορίων της αυτοδιάθεσης του σώματος –αυτοδιάθεση η οποία δεν απερρίπτετο αλλά θεωρείτο ότι αδυνατούσε να αντιμετωπίσει τις βαθύτερες αιτίες της καταπίεσης– μετατρέπεται στα χέρια της Αντίθεσης και του Π.Ρ. σε αυταρχική καταγγελία του δικαιώματος αυτοδιάθεσης του σώματος, δηλαδή της άρνησης του εμβολιασμού, και σε δικαιολόγηση υποχρεωτικών ιατρικών πράξεων στο όνομα «του κοινωνικού χαρακτήρα μιας μεταδοτικής ασθένειας» και της μη «επιβάρυνσης του συλλογικού»!

Επιστρατεύουν μέχρι και τον Adorno –τον Adorno που είχε δηλώσει ότι «η πρόοδος συντελείται μόνο εκεί όπου τελειώνει»– για να μας πείσουν για την ωφέλεια και την προοδευτικότητα των κρατικών μέτρων που παίρνονται στο όνομα του «συλλογικού»· ακόμα και τον Ντεμπόρ, φτάνοντας να διαστρεβλώσουν το νόημα της δήλωσής του πως «η δημοκρατία προτιμάει να κριθεί σε σχέση με τους εχθρούς της παρά σε σχέση με τα αποτελέσματά της». Στην περίφημη αυτή δήλωση ο Ντεμπόρ δεν αναφερόταν στους πραγματικούς εχθρούς της αστικής δημοκρατίας –στα κοινωνικά κινήματα, ένα εκ των οποίων ήταν στη συγκυρία και το «αντιεμβολιαστικό»– αλλά στους «μυστηριώδεις» και «αόρατους εχθρούς» που κατασκευάζει το ίδιο το κράτος –στην τρομοκρατία ή στους «φονικούς ιούς» στην περίπτωσή μας– για να παρουσιάσει μετά την εκ μέρους του κήρυξη (προστατευτικής) κατάστασης έκτακτης ανάγκης ως ένδειξη μέγιστης καλοσύνης του Ηγεμόνα προς τους υπήκοους! Για να μην αναφερθούμε σε άπειρες άλλες παπάτζες στο εν λόγω κείμενο, όπως ότι «οι κεντρικές συνιστώσες της παγκόσμιας οικονομικής πολιτικής της τελευταίας δεκαετίας [πχ. λιτότητα] παραμερίστηκαν εν μια νυκτί» για να σωθεί η παγκόσμια εργασιακή δύναμη!

Θα αναφέρουμε μια ενδιαφέρουσα πλευρά της ιστορίας αυτού του κειμένου που δεν θα πρέπει να προκαλέσει έκπληξη: οι υπεύθυνοι του Atlantico (ενός γαλλικού ειδησεογραφικού ιστότοπου που ο ιδρυτής και διευθυντής του δεν διστάζει να δηλώνει ότι «ο φιλελευθερισμός και ο καπιταλισμός δεν αποτελούν βρόμικες λέξεις για μας» και που ένας εκ των ιδιοκτητών του είναι ο πρώην διευθυντής της εκλογικής καμπάνιας του Σαρκοζύ) αντελήφθησαν από την πρώτη στιγμή την πολύτιμη συνεισφορά αυτού του πονήματος από τον χώρο της «ριζοσπαστικής αριστεράς» στην κυρίαρχη κρατική προπαγάνδα και θέλησαν να το δημοσιεύσουν, κατανοώντας μια χαρά το περιεχόμενό του, αντίθετα με ό,τι ισχυρίζεται ο Π.Ρ. στην αρνητική του απάντηση! (5)

Για μια πιο συνολική κριτική της στάσης της Αντίθεσης στη διάρκεια της πανδημίας, δες το Παράρτημα της έκδοσης Το Προλεταριακό Σώμα ως Πεδίο Πολιτικής Διαμάχης: στιγμές αγώνα ενάντια στον υποχρεωτικό εμβολιασμό στη βικτωριανή Αγγλία τον 19ο αιώνα, παρουσίαση και σχολιασμός του βιβλίου της N. Durbach «Bodily Matters», με τίτλο Σχετικά με κάποια αναμασήματα ακαδημαϊκών (και όχι μόνο) «κριτικών» πάνω στα κινήματα ενάντια στον υποχρεωτικό εμβολιασμό, και κυρίως το 2ο μέρος του στο site της Συνέλευσης ενάντια στη Βιοεξουσία και την Κλεισούρα. Στα κείμενα αυτά περιλαμβάνεται μια πιο εκτεταμένη κριτική τόσο στο αναφερόμενο εδώ κείμενό τους όσο και σε άλλες απόψεις της Αντίθεσης και των συμμάχων της (Κάρμινα, Πασαμοντάνια, red n noir κλπ.) – κριτική που περιλαμβάνει και τις πολιτικές απάτες που έχουν κάνει με τις στατιστικές και γενικά τα κρατικά στοιχεία που χρησιμοποιούν.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. https://antithesi.gr/?p=877. Το κείμενο έχει δημοσιευτεί και στο περιοδικό τους, Το Διαλυτικό #5 (Νοέμβριος 2021), σελ. 15-46.

2. «Οποιοσδήποτε ταξίδεψε το καλοκαίρι [του 2021] είδε ξεκάθαρα πως δεν υπήρχε κανένας πραγματικός έλεγχος πιστοποιητικών –εμβολιασμού, τεστ ή νοσήσεως– στις ακτοπλοϊκές γραμμές, παρά μόνο μια κλασική (για τον ελληνικό δημόσιο τομέα) προσποίηση τήρησης ελέγχων», γράφουν οι οπαδοί της αστυνόμευσης (χωρίς καταστολή!) Αντιθεσαίοι στην τρίτη υποσημείωση του κειμένου τους. «Επιπλέον», συνεχίζουν απτόητοι, «η εστίαση και η διασκέδαση λειτούργησε εντελώς ανεξέλεγκτα με αποτέλεσμα την έκρηξη των κρουσμάτων σε τουριστικούς προορισμούς». Παραδόξως, δεν ζήτησαν να γίνεται αυστηρός έλεγχος των πιστοποιητικών το καλοκαίρι του 2022 ούτε ζητούν να γίνεται σήμερα, παρότι η πανδημία δεν έληξε τον Μάη του 2022 επειδή έτσι το αποφάσισε το κράτος τους! Πολλαπλά παράδοξο μάλιστα, καθώς οι ίδιοι, μέσα στη βιολογικοποιημένη εκδοχή της κοινωνικότητας που υποστηρίζουν, δεν κάνουν διακρίσεις ούτε ανάμεσα στις φάσεις μιας πανδημίας ούτε ανάμεσα στις ιστορικές κοινωνικές μορφές: «η ελαχιστοποίηση των κοινωνικών επαφών κατά τη διάρκεια μιας μεταδοτικής ασθένειας είναι μια ξε-κάθαρα ορθολογική θέση που ισχύει είτε μιλάμε για ένα μοντέρνο καπιταλιστικό κράτος, μια φεουδαρχική κοινωνία ή ακόμα και τον κομμουνισμό», λένε στη δεύτερη υποσημείωση του κειμένου τους, χωρίς να πολυκαταλαβαίνουν τη λογική συνέπεια τέτοιων δηλώσεων. Εξηγούμαστε: αν ο κορωνοϊός είναι πλέον «ενδημικός, παραμένοντας δεκάδες φορές πιο θανατηφόρος από τη γρίπη», όπως εξακολουθούν να διατείνονται στα αντι-social media, τότε γιατί έχουν αυξήσει τις κοινωνικές επαφές τους πηγαίνοντας σε εκδηλώσεις, μπαράκια κ.λπ.; Αλλά, είπαμε, οι μενουμε-σπιτιστές/εμβολιολάτρες έχουν πάρει προ πολλού διαζύγιο από τη λογική και τη συνέπεια.

3. Και οι τρείς συγγραφείς του κειμένου είναι πρώην μέλη των Παιδιών της Γαλαρίας που ευτυχώς για μας την έκαναν πολύ πριν το 2020. Εξακολουθούν να χρησιμοποιούν βασικές αναλύσεις του περιοδικού μας (την ανάγνωση της κρίσης ως κρίση αναπαραγωγής των καπιταλιστικών σχέσεων, τον επαναστατικό ντεφαιτισμό, τις αναφορές στην προλεταριακή δημόσια σφαίρα, την κριτική της πολιτικής της ταυτότητας κλπ) ενταγμένες όμως τώρα σε ένα εντελώς διαφορετικό πολιτικό πλαίσιο.

4. Στα κείμενα της ΣΕΒΚ χύθηκαν τόνοι μελάνης για να αναλυθεί η πειθάρχηση ως όρος για την αναβαθμισμένη συνέχιση της υποτίμησης της εργατικής τάξης μετά τη μνημονιακή περίοδο.

5. Βλ. twitter.com/atlantico_fr/status/1485585860565389312

 

Το κείμενο σε pdf

 

 

Αναρτήθηκε από: Τα παιδιά της γαλαρίας | 28 Αυγούστου 2023

Κυκλοφόρησε το νέο (διπλό) τεύχος του περιοδικού Τα Παιδιά της Γαλαρίας, # 19-20

Τεύχος 19-20: ΦΟΥΚΩ – ΜΑΡΞ – ΧΕΓΚΕΛ

Αφιερωμένο σε σε όσες και όσους αγωνίστηκαν ενάντια στα λοκντάουν, τα πιστοποιητικά υγειονομικών φρονημάτων και την πολιτική της απαξίωσης

 

 

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

1. Η γέννηση της έννοιας της βιοπολιτικής μέσα από τη συμμετοχή του Φουκώ στα κοινωνικά κινήματα της εποχής του
2. Το ευρύτερο κοινωνικό ανταγωνιστικό κίνημα της περιόδου 1968-1975
3. Η καπιταλιστική πειθαρχική εξουσία
4. Ο εμφύλιος πόλεμος ως πάλη των τάξεων
5. Η αντι-ταυτοτική πολιτική του Φουκώ
6. Το ζήτημα της αναπαραγωγής ήρθε στο προσκήνιο φέρνοντας νέες αντιπαραθέσεις
7. Ενάντια στη διχοτόμηση βάσης – εποικοδομήματος
8. Αρχαιολογία, Γενεαλογία, Στρατηγική
9. Εισαγωγή στην έννοια του κοινωνικού-ιστορικού χαρακτήρα του επιστημονικού λόγου
10. Η ιατρική ως συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα
11. Για να καταλάβεις τον Φουκώ πρέπει να καταλάβεις τον (αντι)εγελιανισμό του
11.1 Αναγκαία παρέκβαση για την Αριστοτέλεια Λογική
11.2 Η Επιστήμη της Λογικής
12. Ελευθερία, αυτοκαθορισμός, αμοιβαία αναγνώριση και κράτος
13. Η μαρξική αλλαγή θεωρητικού υποδείγματος
13.1 Η διαμόρφωση της σκέψης του Μαρξ
14. Ο αντεστραμμένος κόσμος
15. Ατομική οριακή εμπειρία, διαφορά, κοινωνικός ανταγωνισμός και ιστορία
16. Η διαλεκτική εξουσίας – αντίστασης
17. Τι είναι μια υγειονομική, ή οποιουδήποτε άλλου είδους, κρίση;
17.1 Η πανδημία ως κοινωνικό ανταγωνιστικό γεγονός
17.2 Η διαδικασία κύκλησης του συνολικού – κοινωνικού (βιομηχανικού) κεφαλαίου και η δημιουργία πανδημιών
17.3 Οι επιτυχίες και οι αποτυχίες του συνδυασμού της πολιτικής της απαξίωσης με την τρομοκρατική διαχείριση της πανδημίας

 

ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Η θεωρία είναι η ίδια μια πρακτική, όχι λιγότερο απ’ ό,τι είναι το αντικείμενό της. Δεν είναι πιο αφηρημένη από το αντικείμενό της. Είναι μια εννοιολογική πρακτική και πρέπει να κριθεί σε σχέση με τις άλλες πρακτικές με τις οποίες αλληλεπιδρά.
Ντελέζ, Κινηματογράφος Ι: Η εικόνα-κίνηση

Αυτό που πρέπει να κάνουμε με τα κοινότοπα γεγονότα είναι ν’ ανακαλύψουμε –ή να προσπαθήσουμε ν’ ανακαλύψουμε– ποια συγκεκριμένα και πιθανώς πρωτότυπα ζητήματα συνδέονται μ’ αυτά.
Φουκώ, Δύο δοκίμια για το υποκείμενο και την εξουσία

Είχα το προνόμιο να δω τον Φουκώ να υιοθετεί την προτροπή μου –εκφρασμένη ολίγον προβοκατόρικα– να εκληφθούν οι έννοιες ως εργαλεία και οι θεωρίες ως τα κουτιά που τα περιέχουν (αφού η δύναμή τους σπάνια μπορεί να υπερβεί τις υπηρεσίες που προσφέρουν εντός περιορισμένων πεδίων, δηλαδή εντός ιστορικών αλληλουχιών που είναι αναγκαστικά οριοθετημένες). Γι’ αυτό δεν θα έπρεπε να εκπλήσσεστε που με βλέπετε σήμερα να κάνω άνω-κάτω την εννοιολογική εργαλειοθήκη του Φουκώ για να δανειστώ κάποια από τα εργαλεία του και, αν χρειαστεί, να τα τροποποιήσω ώστε να προσαρμοστούν στους σκοπούς μου. Επιπλέον, είμαι πεπεισμένος ότι έτσι ακριβώς ήθελε ο Φουκώ να χρησιμοποιούμε τη συμβολή του. Κανείς δεν μπορεί να ελπίζει ότι μέσω μια επεξηγηματικής πρακτικής θα κρατήσει ζωντανή τη σκέψη ενός μεγάλου στοχαστή που μας έχει αφήσει χρόνους. Αντίθετα, μια τέτοια σκέψη μπορεί να κρατηθεί ζωντανή αν ανανεωθεί, αν ξαναγίνει δραστήρια, αν είναι διαρκώς ανοιχτή στην κριτική και αν διατηρήσει τις διακριτές αβεβαιότητές της – με όλους τους κινδύνους που αυτό συνεπάγεται για όσους τολμήσουν αυτό το εγχείρημα.
Γκουαταρί, Μικροφυσική της εξουσίας και μικροπολιτική της επιθυμίας

Η θεωρία της Κ.Δ. είναι ξεκάθαρη σ’ ένα τουλάχιστον σημείο: πρέπει να της γίνεται χρήση… Η δυσκολία δεν έγκειται λοιπόν τόσο στο να κατανοήσουν περισπούδαστα τις θεωρίες της Κ.Δ. όσο στο να τις κάνουν κάτι, έστω και χοντρικά. Αυτό πρέπει να μας απασχολεί πάνω απ’ όλα.
Ντεμπόρ, Εισήγηση στην 7η συνδιάσκεψη της Καταστασιακής Διεθνούς (1966)

Οι θεωρίες, όμως, δε φτιάχνονται παρά για να πεθαίνουν μέσα στον πόλεμο του χρόνου: είναι μονάδες, λίγο-πολύ ισχυρές, που πρέπει να ρίξεις στη μάχη την κατάλληλη στιγμή κι όποιες κι αν είναι οι αρετές ή οι ανεπάρκειές τους, δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις στα σίγουρα παρά μόνο εκείνες που είναι διαθέσιμες. Όπως ακριβώς οι θεωρίες πρέπει να αντικαθίστανται, επειδή οι αποφασιστικές τους νίκες προκαλούν τη φθορά τους ακόμα περισσότερο απ’ ότι οι επιμέρους ήττες τους, έτσι και καμιά ζωντανή εποχή δεν είχε ως αφετηρία μια θεωρία: στην αρχή ήταν παιχνίδι, σύγκρουση, ταξίδι.
Ντεμπόρ, In girum imus nocte et consumimur igni

Το έργο του Φουκώ μας τράβηξε για πρώτη φορά την προσοχή το 1996, όταν αρχίσαμε να ασχολούμαστε συστηματικά με το ζήτημα του κοινωνικού κράτους. Ή μάλλον, θα έπρεπε να πούμε, όταν αρχίσαμε να ασχολούμαστε συστηματικά με τους αγώνες μέσα και ενάντια στο κοινωνικό κράτος. Το Δεκέμβρη του 1995 είχε ξεσπάσει στη Γαλλία ένα μεγάλο κίνημα απεργιών, ανοιχτών γενικών συνελεύσεων σε σταθμούς τραίνων, σαμποτάζ κλπ. ενάντια στην πρώτη απόπειρα του γαλλικού κράτους να μεταρρυθμίσει το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και να μετακυλίσει το κόστος αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης στις πλάτες των μισθωτών – η πρώτη σε μια μακρά σειρά παρόμοιων μεταρρυθμίσεων που θα γίνονταν σε όλη την Ευρώπη τα επόμενα χρόνια. Αφιερώσαμε ένα μεγάλο μέρος του 6ου τεύχους του περιοδικού σ’ αυτό το κίνημα. Εκεί αναφερθήκαμε για πρώτη φορά στο έργο του Φουκώ και ειδικά στο κεφάλαιο «Το δικαίωμα του θανάτου και η εξουσία πάνω στη ζωή» από τον πρώτο τόμο της Ιστορίας της
Σεξουαλικότητας για να εξηγήσουμε αυτό που έλεγε ο Lazzarato, ότι «τα διάφορα αιτήματα των απεργών (μισθός, σύνταξη, κοινωνική ασφάλιση, εκπαίδευση και επιμόρφωση) μπορούσαν να ερμηνευτούν από την άποψη του “δικαιώματος στη ζωή” εναντίον της “εξουσίας πάνω στη ζωή” ακριβώς σαν διαφορετικές αρθρώσεις των προβλημάτων της ζωής, του θανάτου, της υγείας, του πόνου, της γνώσης και της υποκειμενικότητας στη σημερινή καπιταλιστική οικονομία».(1)
Ήταν το ίδιο αυτό κεφάλαιο, καθώς και το Επιτήρηση και Τιμωρία, που χρησιμοποιήσαμε πέντε χρόνια αργότερα, στην πρώτη έκδοση του Σκοτώνουν τα Άλογα όταν γεράσουν (2002), για να ερμηνεύσουμε τις «απαρχές» του κοινωνικού κράτους με έναν τρόπο που θα απέκλειε καταγωγικές συνέχειες και δεν θα ήταν μια ιστορία θεσμών
και ιδεών που θα περιθωριοποιούσε την ταξική πάλη. Κρίναμε ότι το ιστορικό πλαίσιο «ανάδυσης» του κοινωνικού κράτους ήταν πράγματι αυτό που προσδιόρισε ο Φουκώ:
«η προσαρμογή της συσσώρευσης των ανθρώπων στη συσσώρευση του κεφαλαίου» ως συγκρουσιακή διαδικασία.

Παρότι δεν υπήρχε καμία άμεση αναφορά σ’ αυτό, το έργο του Φουκώ βρισκόταν στο υπόβαθρο του αφιερώματός μας στο Μπουντρούμι και το Μάτι του Κεφαλαίου στο 11ο
τεύχος (2005), ενώ η εκτίμησή του ότι μεταπολεμικά η έννοια «φασισμός» χρησιμοποιείται ως ένα «περιπλανώμενο σημαίνον» που εμποδίζει την ακριβή ιστορική ανάλυση του παρόντος αποτέλεσε μια από τις αναφορές που μας βοήθησαν να εξηγήσουμε στο τεύχος 16-17 (2014) γιατί η διαμάχη φασισμού-αντιφασισμού επαναλαμβάνεται σήμερα ως φάρσα.

Στο παρόν κείμενο παρουσιάζουμε αυτά που εμείς θεωρούμε ως βασικά και χρήσιμα στοιχεία του θεωρητικού του έργου. Όπως κάναμε και με τον Μαρξ –την άλλη σημαντική
θεωρητική μας επιρροή– στο τεύχος 16-17, δεν μας ενδιαφέρει να μιλήσουμε και να τοποθετηθούμε πάνω σε οτιδήποτε έχει γράψει ο Φουκώ. Ό,τι ακολουθεί δεν είναι ούτε συστηματική επεξήγηση του έργου του ούτε ακαδημαϊκή μελέτη. Διαβάζοντάς τον από μια προλεταριακή σκοπιά, από μια συγκεκριμένη σκοπιά άρνησης της καραντίνας και των μέτρων λιτότητας και πειθάρχησης που τη συνόδευσαν (για να μην επαναλαμβάνουμε πράγματα που έχουν ειπωθεί αλλού, παραπέμπουμε σε διάφορες υποσημειώσεις στα ντοκουμέντα της Συνέλευσης ενάντια στη Βιοεξουσία και την Κλεισούρα), θέλουμε να δείξουμε απλώς σε τι το έργο του βοήθησε τη θεωρητικο-πρακτική μας δραστηριότητα. Με άλλα λόγια, θέλουμε να δείξουμε με ποιο τρόπο η σκέψη του εξακολουθεί να είναι μια δρώσα σκέψη. Παραπέμποντας μάλιστα στο έργο του Χέγκελ, του Μαρξ, του Ντεμπόρ και άλλων προσπαθούμε να δείξουμε τι σημαίνει δρώσα σκέψη εν γένει.

Στην αρχική του μορφή το κείμενο παρουσιάστηκε ως εισήγηση στο πλαίσιο των μαθημάτων αυτομόρφωσης που οργάνωσε η Συνέλευση ενάντια στη Βιοεξουσία και την Κλεισούρα τον Απρίλιο-Μάιο του 2020. Στην παρούσα επεξεργασμένη και εκτεταμένη μορφή του χωρίζεται σε 17 ενότητες και 6 παραρτήματα. Οι πρώτες εκδοχές του κεφαλαίου 9 και του υποκεφαλαίου 17.2 –αν και όχι υπό γραπτή μορφή– παρουσιάστηκαν στα πλαίσια της Ομάδας Αυτομόρφωσης, η οποία τους τελευταίους μήνες οργανώνει στο Αυτοδιαχειριζόμενο Κυλικείο Νομικής μαθήματα υπό τον γενικό τίτλο Η ιατρική (και η επιστήμη εν γένει) ως ανταγωνιστική κοινωνική σχέση & γνώση/εξουσία. Τα υποκεφάλαια 13.1 και 17.2 βασίζονται σε παλαιότερες εργασίες μας που έχουν ενταχθεί στο υλικό της Ομάδας Αυτομόρφωσης για το Κεφάλαιο του Μαρξ και πιο ειδικά στις εισηγήσεις #1, 43 και 70.(2)

1. ΤΠΤΓ #6, 1997, σελ. 17.
2. Οι δύο τελευταίες μπορούν να βρεθούν εδώ: https://daskapital.espivblogs.net

Ιούνιος 2023

Θα το βρείτε σε διάφορα βιβλιοπωλεία και κινηματικούς χώρους, όπως πάντα.

Προλογικό Σημείωμα σε pdf

Αναρτήθηκε από: Τα παιδιά της γαλαρίας | 2 Ιουλίου 2023

The Vaccine and its Multiple (Practical & Ideological) Uses

Αγγλική μετάφραση της μπροσούρας Οι πολλαπλές (πρακτικές και ιδεολογικές) χρήσεις του εμβολίου, της Συνέλευσης ενάντια στη Βιοεξουσία και την Κλεισούρα
στην οποία συμμετέχουμε

https://againstbiopowerandconfinement.noblogs.org/post/2022/07/29/the-vaccine-and-its-multiple-practical-ideological-uses/

The Vaccine and its Multiple (Practical & Ideological) Uses
by the Assembly against bio-power and confinement (which includes TPTG)

If someone was to follow the (mostly left-wing or anti-authoritarian) vaccine-fetishists’ boisterous monologues, they would certainly be impressed by their brazen, persistent efforts to conceal the fact that the state universal mass vaccination programs (which they vehemently support from the outset) unquestionably entail direct control over the collective proletarian body; be it in the workplaces or in spaces of consumption and social reproduction, through the imposition of a fluid and flexible apartheid-like system, in which the today’s (forcibly) “compliant” and “vaccinated» citizen can be excluded from spheres of social life at any moment, categorized as “unvaccinated”.

Within the digital, self-referential bubble in social media where this pro-vaccination faction is found busy politicking, exchanging predictable clichés –fundamentally threatening to the interests of our class–, our simple everyday experiences from the places of our wage exploitation disappear artfully.

Because the imposition of the capital relation –from the beginning and since then, constantly– entails both direct and indirect blackmail that has to remain hidden

Because the social causes of the pandemic –directly linked to the spiral movement of capitalist (re)production– must also remain hidden.

Because the public debate on the essence of the state management of the pandemic must be hindered

Because the proletarian needs –increased due to the pandemic– must be further suppressed

Because the policies of internal devaluation, through which they have plundered the direct and indirect wages of workers for the last ten years, must be continued – to an even higher degree

Because the (weak) proletarian struggles against old and new techniques of discipline and control must remain minority, non-mass struggles, and thus invisible.

Now that the state narrative of “operation freedom” has collapsed –hopefully for good–, now that it has been shown that the experimental non-sterilizing vaccines are not able to stop the spread of Covid-19 –no ongoing pandemic, after all, has ever been stopped through vaccines–, now that one country after another imposes new restriction measures on vaccinated people too, now that vaccinated people are flooding the hospitals and ICUs, we must expose the capitalist rational systematisation of our exploitation, which is (re)produced in ever more suffocating terms by this irrational world.

The managerial prerogative, west of the Pecos
(what all kinds of vaccine-fetishists won’t admit)

The Memoranda in Greece (that is, a series of “Economic Adjustment Programmes”; austerity measures imposed during the past decade) led to the deregulation of collective redundancies, and together with the large reduction of redundancy pay, firings in all small and medium-sized enterprises have been made easier than ever before. In addition, since 2019, the legal requirement for justification for dismissal has been abolished, the Labour Inspectorate was understaffed so that it could no longer carry out inspections at workplaces, while in the midst of a pandemic the political personnel of capital really got to work:

The recent Labour Law (Law 4808/2021) introduces the ability to impose a ten-hour workday (supposedly with the «consent» of the worker) without increased hourly wages. It also introduces the ability, in the interest of the employer, to increase the flexibility of wage labour (see, imposition of an obligation to “shift-work”, meaning here, working full shifts but less days per week/month/year) but also an increase in the legal overtime limit, doing a favour to the industrial sector that lusts for it.

Only the blind can miss what has been going on!

Even the blind however, must have heard the Minister of (capitalist) Development declare that, «if you are unvaccinated and you have come in contact with a Covid-19 case, you are obliged to go into quarantine for 14 days while getting paid by the company. So a business can reasonably argue that they’re being harmed by the fact that you are not vaccinated because they have to lose their employee for 14 days and pay them on top of that. So yes, it is a problem for a business to have unvaccinated employees. And every employee has to consider that seriously.”

The above statement, one among other similar statements since last summer, which back then targeted unvaccinated workers in the tourism industry, reveal something that every political clown of this rotten world knows: while until recently a worker could chill at home (with full pay) simply by stating to the boss that they were in «close contact» or by… coughing heavily in their face, now, once they have been certified as ‘vaccinated’, the worker loses that power as they are no longer entitled to any quarantine –even if they are actually sharing space with a sick person.

As for those vaccinated employees who get sick, always for the sake of capitalist enterprises’ good health and smooth operation, the law prescribes their return back to their jobs in record time –even if they still show symptoms of the disease! Besides, many complaints have come to light about managerial pressure on sick workers not to report their positive test result and work as normal.

In the exact same –all but hypothetical!– scenario, an unvaccinated worker faces summary dismissal with the blessings of the state.

Regarding this last remark, let us point out that inside all businesses, in the private and public sectors alike, a process of employee evaluation has been carried out, and based on this the administration is aware of which employees are “forthcoming”, “cooperative”, “accommodating”, “reasonable”, with “sufficient knowledge” and which aren’t. The thousands of “hidden” redundancies in the private sector, besides, prove that universal mandatory vaccination has been already imposed indirectly everywhere.

The everyday bullying that unvaccinated workers were subjected to was not confined, unfortunately, to the workplace, since where the boss’s pressure stopped, began the nagging of family, friends, shopkeepers, journalists, and others of the lot. It is not by chance that a large section of our class was forced towards vaccination –something that will become even more apparent when the state attempts to impose a third, or fourth, etc. dose.

The techniques employed to discipline and adapt the domestic and multinational proletariat to the new biopolitical model, however, were not limited to the above mentioned ones: the capitalists, with the backing of the state, laid their hands on our annual, nominal income either by imposing shift-work (part time) work or month-long furloughs. Also by imposing payment for all sorts of tests (self, rapid, PCR) out of our pockets, and from the day after tomorrow, the 100€ fine for unvaccinated people over 60 (until the measure expands to younger people).(1)

Of course, the proletarian income has not only been cut directly, it has also been nibbled away indirectly through the rapid increase of inflation in all basic consumer goods, which resembles the period of the so-called «oil crisis» of the 1970s, which signalled the capitalist counterattack, with neoliberalism as its vehicle.

It is clear that the capitalists did not let the opportunity presented by the pandemic slip by and they took advantage of the truce readily offered by the left and anti-authoritarian pro-vaccinationists.

Having their flanks covered, the bosses concentrated their efforts on rearranging the terms under which surplus value is extracted, among other things by allowing by law the lengthening of the working day, or the squeezing of even sick workers to make sure not a minute is wasted in valuable surplus value production. It is not a coincidence that the capitalist class, as a whole, showed increased profits for the first 9 months of 2021 compared to the same period in 2019, and with an accelerating rate of profit.

Not even close to the proletarian demand for “half hours of work with double wages”, which is the actual scientifically valid way of collectively improving our health!

The continuation of the dismantling of the National Health System by other means
(another issue that vaccine-fetishists won’t talk to you about)

All the things that are generally true about workplaces are even more pronounced in public hospitals. Where:

● the 48-hour weekly work schedule was first implemented (calculated as a 4-month average, so even this limit is often exceeded) and simultaneously its overrun was allowed – up to 60 (!) hours for “reasons that pertain to the running of the service and the continuation of health care provision”.

● the quarantine period for sick health workers was cut in half, and for close contact with confirmed Covid-19 cases there is now no quarantine whatsoever.

● the chronic understaffing (from even before the implementation of the Memoranda!) led to the absolute physical and mental draining of health workers.

● mandatory vaccination was implemented directly, throwing another 6.500-7000 health workers – as if they were superfluous – out of the health system and out of work.

● now deaths of ailing older people are mass-produced (with or without Covid, in halls, corridors or ICUs, wherever the dart lands).

● access is denied to thousands of us – both patients in need of medical attention and care-taker relatives who are trying to cover the terrible shortages of the health system in staffing and equipment, as they can.

Indeed, the recent law that forces vaccinated health workers who are sick with Covid to work, while healthy unvaccinated colleagues of theirs have been thrown out on the street, proves to even the most phobic pro-vaccinationist that the measure of mandatory vaccination was not fulfilling any health-related purpose –beyond the (vain) attempt to reduce the sick leave for the few remaining health workers– but was in contrary, opening the door to the complete restructuring of the already insufficient national health system, trough public-private partnerships that will appear as a solution and ripe for the picking when it comes to fixing “problems” created deliberately from above.

The recent statements by (Health Minister) Thanos Plevris are certainly not coincidental, foreshadowing a social insurance system that “buys services”, a system that is more and more converted to an individual-return scheme, so that it better matches the individual contributions that each worker manages to pay – and if they had to work undeclared, well… they should have known better… A two-tier healthcare system, one utterly inadequate, borderline pretextual, for the pauperized proletariat and, another, luxurious one, for the luxurious needs of the “haves”.

Going back to public hospitals, their transformation to monothematic corona-hospitals (without regular clinic appointments) and vaccination centres (see Penteli Paediatric Hospital) in conjunction with the vestigial structures of primary care –so needed in the midst of a pandemic– has already paved the way for the surge of profitability of private doctors and medical centres, while at the same time, was quite effective in artificially suppressing social, medical needs — whoever couldn’t afford to foot the bill had to stay at home and wait stoically.

It is this artificial suppression, which they themselves orchestrated, that these unscrupulous bastards are now using to design the new tertiary care network, in collaboration with state think tanks, such as the Center for Health Services Management and Evaluation (CHESME) of the University of Athens.

The first studies have already been submitted and concern the radical shrinking of the regional hospitals of Western Macedonia in order to reduce operating costs by 35% (!). The objective will be achieved by drastically reducing –how else?– and then reallocating the remaining medical and nursing staff; by cutting the total number of beds available; by dissolving hospital departments/clinics where there is a “low ratio of patients per doctor” or “surgeries per surgeon”.

This premeditated wrecking of the existing health care institutions had been announced by (Prime Minister) Mitsotakis since July 2021–but the left of the pro-vaccination camp pretended not to understand: «There will be a reorganisation of the healthcare map because regional hospitals cannot do everything. They will do some basic things and then they will be linked up with a central tertiary hospital for the more specialised cases. […] For all this, of course, the secret is to measure, evaluate and watch the result produced. And the pandemic has clearly revealed a two-tier national health system. And we cannot leave it like that. And to anyone who opposes these interventions when they go ahead, we will remind them of what happened during the pandemic. […] Because we have regional hospitals, sometimes more than what we should have. We cannot have three hospitals within a 20-30 km radius since everybody wanted a hospital in their town and expected to have three good hospitals. This doesn’t mean that the hospital will be closed, it can be turned into a chronic care unit. But we’re going to rebuild the health care map.

It is noteworthy that the model for shrinking the national health system comes from the logistics industry (see Hub-and-Spoke paradigm) and aims to optimise the trade routes from one point to another…

So indeed, this is how they perceive us: as pieces of infectious meat, wandering from one node to another, causing a traffic jam in healthcare services in-between.

The establishment of even stricter techno-economic criteria with regard to state spending on healthcare implies an even more inhumane and automated system of «healthcare», a far cry from the particular individual needs of each patient: the length of hospitalisation, depending on the illness, will have been set in advance, and so will the medical protocols followed to keep the number of empty beds low (“or you can suit yourselves in the corridors’), with the beautiful logic of: «Time’s up!-and if you haven’t fully recovered, we’re sorry, but there are others waiting in line».

A glorious, grand opportunity for industrialised, just-in-time medicine, and the advancing biotech industry, with its mRNA fixes now selling like hotcakes.

Let’s Resist!
(what the vaccine-fetishists of all kinds won’t be bothered with – except hypocritically, to muddy the waters)

Let’s not allow the austerity policies continued by the state management of the pandemic, through a “strategy of tension”, to be imposed on the backs of any workers –in private and public sectors alike– as we have allowed it to happen for more than a decade.

Let’s not allow this constructed, permanent “state of emergency” to pass over the redundancies of 6500-7000 unvaccinated health workers who were vindictively thrown out of the health system with no wage or insurance, ESPECIALLY NOW that the grotesque government narrative has collapsed, with public hospitals becoming coronavirus hotspots and 2500 active health workers forced to work while sick.

Let’s not allow the government to use furloughed workers as an alibi to introduce and expand flexible labour relations in the public healthcare system.

Let’s not allow sweatshop labour conditions to be imposed in hospitals (3-month, 6-month, two-year temps, adjunct staff, and before long, unpaid/underpaid postgraduate students too).

Let’s not allow them to keep turning hospitals into Covid-exclusive treatment centres while the lives of our friends and relatives are lost in silence and invisibility.

Let’s protest our inhumane treatment conditions in the Covid (and not only) patient isolation-extermination chambers of the hellish hospitals of the pandemic, where they are treated as infectious bodies, deprived and unworthy of human communication.

Let’s not allow hospitals to be turned overnight into vaccination centres.

Let’s not allow clinics to be abolished or worse, regional (or metropolitan) hospitals and health centres to be closed down, in order to transfer medical and nursing staff to (chronically) understaffed hospitals or vaccination centres.

Let’s not allow hospital equipment, which we have been paying for with our health insurance contributions for years, to be given to private companies to exploit; let’s not allow private companies to bust into public buildings and start using them for their own benefit.

Let’s not allow the vaccine, this failed anti-Covid fix of disgrace and blackmail that is presented as a panacea, to pave the way for the further dismantling of primary care.

Let’s no longer allow the monologue of the experts about the «clean» health system sterilised against all criticism.

Let’s protest against our financial drain imposed through the 50 euro molecular tests we are asked to pay for every 3 days, just to enter the hospital wards to take care of our hospitalised relatives.

What we are fighting for!

Against the false divisions between workers.

For free access of all unvaccinated patients to public health, with no exclusions, against the commands of public hospital directors and managers who are throwing us out of clinics, to blackmail us for certificates.

Against class, gender, racial or social exclusions, bribes, surgery waiting lists, clinic visits with fees.

Against cuts in health expenditure, for permanent staff recruitment, paid leave, less workload.

For the self-determination of the body against its expropriation by the “specialists” of biomedical technology.

Our class interest is:

Common struggles of vaccinated & unvaccinated.

Unconditional support of all workers who are fired or suspended because they were not (and are not) willing to get the vaccine or the mandatory, paid by us, rapid tests.

The struggle for the repeal of the law on mandatory vaccination and certificates of health-related convictions (2) at work, and all other social activities (food, entertainment etc.) and for the revocation of the furloughs of unvaccinated health workers.

The working-class control over the health services through common assemblies and struggles of health workers and users of health services.

The enforcement of pharmacovigilance which will expose the pharmaceutical companies and will serve the safeguarding of life.

The complete determination of the content of health and life according to our social needs as wage workers and not according to national ideals, state imperatives, and the needs of the isolated individual and its vaccinated survival, i.e. a survival within the alienated capitalist relations.

LET’S NOT FACE THE DISEASE IN A PHOBIC AND ATOMISED MANNER

LET’S USE IT AS A COLLECTIVE WEAPON, TO TAKE ADVANTAGE OF THE CRISIS FOR THE BENEFIT OF OUR CLASS

LET’S JOIN OUR STRUGGLES AGAINST THE VACCINATION CERTIFICATES AND PAUPERIZATION WITH THOSE OF THE WORKERS OF THE ENTIRE WORLD: FROM GUADELOUPE AND MARTINIQUE, TO ITALY, THE NETHERLANDS, FRANCE!

January, 2022

NOTES

1 This measure was abolished later.

2 Similarly to the use of Vaccination Certificates now, the Greek dictatorial regime of Metaxas, back in the 1938, had entered into force the Certificates of Social Convictions with which those considered “communists” or even communist sympathisers and liberals, would be stigmatised and furthermore banned from public sector positions of employment or even from studying in universities, including also the introduction of several other fetters concerning their social life and their relation to the state authorities. These certificates remained in force until 1981.

 

The text in a pdf format

Αναρτήθηκε από: Τα παιδιά της γαλαρίας | 23 Αυγούστου 2022

The state management of the pandemic is the enhanced continuation of the ten-year long policy of the “memoranda” under a different name

Αγγλική μετάφραση της προκήρυξης Η κρατική διαχείριση της πανδημίας είναι η αναβαθμισμένη συνέχιση της δεκάχρονης πολιτικής των «μνημονίων» με άλλο όνομα, της Συνέλευσης ενάντια στη Βιοεξουσία και την Κλεισούρα στην οποία συμμετέχουμε.

https://againstbiopowerandconfinement.noblogs.org/post/2022/04/26/the-state-management-of-the-pandemic-is-the-enhanced-continuation-of-the-ten-year-long-policy-of-the-memoranda-under-a-different-name/

The state management of the pandemic is the enhanced continuation of the ten-year long policy of the “memoranda” under a different name
by the Assembly against bio-power and confinement (which includes TPTG)

from the new enclosures of the entrepreneurial university to direct wage cuts ∙ unpaid overtime ∙ thwarting of strikes ∙ the ban of public gatherings and the omnipresent policing
against the backdrop of a new “memorandum”

«We face many challenges simultaneously, but I want to express my absolute satisfaction with the way our Parliamentary Group is working. It is very important that in no case should the Government’s reform plan be halted due to Covid»
K. Mitsotakis. Prime Minister, 3 November 2020 on twitter.
Europe is saying a very simple thing: “Spend according to your means, not all of what you have». What we are spending right now, is future taxes.
Question: In other words, is it estimated that if we deviate now, a new Memorandum —in the long run, of course— is not ruled out, meaning new fiscal adjustments?
And it will not be in the long run because markets react strongly when they see that there is no responsible fiscal management.
T. Skylakakis. deputy Finance Minister, 21 September 2020 on the radio station “alpha 98.9fm”

The new lockdown is an aspect of an already rather miserable and suffocating reality. The much-advertised return to «normality» —capitalist normality, that is— has been interrupted again in the name of protecting the most valuable commodity for capital, our value-producing labour power, under the weight of the daily increase of covid-19 hospitalisations and after years of methodical dismantling of the public health infrastructure.
The government, after succeeding in partially consolidating the practice and ideology of «individual responsibility» and «responsible stay-at-home-ism» last spring —an ideology that even a large part of the left and the anarchist/anti-authoritarian milieu had rushed to embrace— is returning to this tactical manoeuvre to divert the debate that had already begun around the central objective of the state management of the pandemic: to shift the largest possible part of the financial costs of dealing with it onto our backs.
With one important difference, though. The current use of the confinement biopolitics is accompanied by an escalation of disciplinary measures (e.g. doubling of fines and the introduction of a curfew after 9pm). Also, an escalation of repressive violence. This is exemplified by the simultaneous evacuations of the historical Polytechnic school in the Athenian city centre (which illegal immigrants had been squatting and the “milieu” had been us-ing for its assemblies/public events) and the students’ occupation of the Rector’s Office of the National Technical University of Athens. And by the savage attacks on demonstrators on November 17th by thousands of cops, riot police and anti-terrorist squads. This repressive violence was launched because it is now difficult to portray the state’s choice of a lockdown policy as a supposedly impar-tial treatment of a «public health» issue, decided in a political vacuum and regardless of the, mostly spasmodic but nevertheless existing, responses against the hygienic tightening of social discipline.
The government cannot hide the fact that even the limited proletarian demands and acts of resistance that had been expressed in recent months cannot be tolerated by the capitalist system, because they are in conflict with the ten-year-old strategy pursued by all the political lackeys of capital (today its right-wing faction, yesterday another).
It cannot also sweep under the carpet of “public health protection”, the use of the lockdown as a preventive measure against an outbreak of social unrest and the generalization of demands and practices aimed at meeting social needs. We therefore recommend that we try to keep our distance, if only once, from interpretations that mystify what the political bosses seem to know very well: the existing class antagonism that guides their choices, as well as our own when we are not trapped in the dilemmas presented to us by those professional experts in decep-tion.
Because of this unspoken secret, which lies at the heart of this, not only heartless, but also sick world, the political staff of capital chose to temporarily close down a section of the capitalist economy, with characteristic reluctance and delay (as shown, until recently, by their declared refusal to do so, despite the increased number of covid-19
hospitalizations since September 2020 compared to that of the first lockdown in the spring of the same year). On the contrary, they exhibited a characteristic willingness to apply —after the end of the tourist season— the measure of disciplinary restriction of the proletariat’s movement in public space, especially for its section that is not about to function as a labour force.
The dystopian results of the old and the new lockdown are starting to become apparent, among other things, in the orchestrated attempt to worsen the conditions under which the working class hires itself out to capital (see below the upcoming labour bill), in the deepening of the entrepreneurial character of the university (see below the entrepreneurial university – the new enclosures and policing of universities), in the forthcoming handover of workers’ housing to the rentiers of banking capital (as exemplified by the new bankruptcy code). And of course it did not stop for a moment, from May onwards, to undermine every effort to rebuild the already fragmented and anaemic proletarian public sphere.
At the same time, however, we think that it is also becoming apparent that the government’s choice to impose a second lockdown is a product of its failure to present its policies for the management of this social crisis as strictly medical ones. It’s a product of the relative breach of compliance with the previous disciplinary measures imposed under the biopolitics of health policing, as well as the need for an authoritarian response to:
a) the struggles of sections of the working class, which were expressed mostly through demands for an increase in state reproductive expenditure on health, education and means of transport — an increase which would lead to an improvement in the level of collective consumption on the part of the working class and which would de facto negate the rigid policy of devaluation pursued by capital as a whole, in recent years;
b) the militant struggles of the young proletariat in secondary schools (see school occupations) who also put forward demands for increased state reproductive expenditure, while simultaneously temporarily blocking the disciplinary aspect of the function of education through their actions, among which, their unruly «overcrowding» in public spaces (squares), which proved that the need for social gathering is more imperative than any kind of distancing — except that which we must keep from the supporters of stay-at-home-ism;
c) the general distrust (still) caused by the contradictory invocations of «individual responsibility» and «keeping distances», at the same time as it is becoming obvious that the bosses are stubbornly refusing to dig deeper into their pockets so as to give out not only crumbs in the form of allowances for the employees on furlough, but also to increase spending on new modes of transport, hospitals and schools.
Meanwhile, the political personnel of capital is constantly confronted even by small and medium-sized bosses, mainly those active in the food services industry, but also in retail — where idyllic exploitation conditions prevail as many of us know way too well — which found themselves in a disadvantaged position amidst the general process of capital devaluation, which eventually either led them to fall flat completely due to the temporary suspension of their business operation or caused reductions in their turnover.
The shutting down of venues of alienated entertainment and consumption would not have been tolerated for a long time by the shopkeepers, were it not combined with a restriction of movement in public space to remind us that the satisfaction of the needs of the proletariat, including its entertainment, will only be allowed when it is directly profitable for the bosses.
Faced with many open fronts, the government nevertheless proceeds with undiminished zeal with a series of legislative interventions, since, as the proverb goes, the devil is busy in a gale of wind:
● It restricts the free movement of the unruly proletariat and prevents, even with junta-like police decrees, public rallies against the state’s disciplinary monologue — be it demonstrations or leafleting and public discussion events;
● It prepares the imposition of new enclosures in the universities, accelerating the partial development of the entrepreneurial side of their activities and intensifying the (unpaid or poorly paid) labour carried out by students
● It prepares a new attack on teaching staff in primary and secondary education, through the use of an evaluations mechanism, imposing wage cuts on all who refuse to comply with the ministry’s directive to switch to disciplinary remote learning, and do regular attendance checks on students who skip remote classes.
● It prepares a new attack on the hiring conditions of our labour power, paving the way for individual employment contracts, with lower wages, unpaid overtime, (even more) flexible working hours and electronic voting in union ballots in order to make strikes even rarer than they are today.
● It prepares a new attack on our indirect salary, reducing the income of public insurance funds and paving the way for privately managed fully-funded insurance and pensions — that is, for ridiculously low pensions based on the individual contributions of each employee;
● All this, while it has already introduced the new «bankruptcy code», through which it continues the attack on workers’ housing, or in other words, workers’ wages.
Let us look at some of these «interventions» in more detail.

The upcoming labour bill
That dismantles legal working schedules, lowers wages, and prevents strikes
«When a company agrees with its employees on the basis of a business contract to switch from a five-day to seven-day working week with the consent of employees (…) we are doing noth-ing more than merely acknowledging the fact that we live in a changing world and employees, companies and the state have to adapt to the new reality»
K. Mitsotakis. Prime Minister, 12th May 2019
«We will soon bring forward our proposal for the labour bill for public debate (…) I imagine few would object to allowing workers to have more flexibility, if they so wish, without this meaning the abolition of the eight-hour working day (… ) few might object to the fact that a labour law from 1982 is due for some substantial streamlining »
K. Mitsotakis, 13th September 2020

The intensification of the attacks on our direct and indirect wages is of course linked to the efforts to make the labour market even more flexible, not only through emergency legislative acts and regulations under the pretext of dealing with the coronavirus, but also with a comprehensive, new draft bill of the Ministry of (exploitation of) Labour, which will attempt to formally validate and consolidate the whole fabric of new power relations that have been formed in the workplaces throughout the period 2010-2020, which encourage employer impunity.
It is not by chance that we connect this new labour bill to the era of memoranda. Neither was, of course, the recent crude admission of the Deputy Minister of Finance, Th. Skylakakis that “the government benefits of today, given in the vortex of the pandemic, will be financed by future taxes”, coincidental, foreshadowing in this way a new, tough memorandum.
In any case, the new labour bill, according to what has been leaked so far, aims at:

● The complete dismantling of the five-day, 8-hour working week, i.e. the very foundation of the labour law, as the bosses will now be able to distribute the weekly 40 working hours at will, with a maximum of 10 hours per day without additional pay, while overtime can now be «exchanged» with breaks or leave within a period of 6 months, instead of getting paid with the increased hourly rate according to the law so far. Such settlements were already possible under Law No. 3986/2011, which, however, required relevant business collective agreements. With the new law, when no agreement is reached on the basis of a collective business agreement, the capitalist is given the opportunity to unilaterally appeal to the Supreme Labour Affairs Council. This is a 7-member body — 5 members are appointed by the government and the other two represent the General Confederation of Greek Workers and the employers’ associations respectively. One of its brilliant activities so far was that it approved collective redundancies…
At the same time, it becomes possible for bosses to abolish the Saturday and Sunday rest days, simply on the basis of business-specific employment contracts. It is obvious that such measures practically annul the concept of overtime and drastically reduce its remuneration. Let us remember at this point, that according to Law No. 4722/2020, if a worker has to spend a period of time in quarantine, they have to “repay” the boss half of that time with unpaid overtime! Based on the above, the foundations are laid for even a 66-hour working week. This measure also shows that both the state and the employers treat absence from work due to quarantine as absenteeism or an undeclared strike.
But something else is also worth remembering: according to the recent special measures, under the pretext of dealing with the pandemic, employers no longer have to immediately inform the (decimated) Labour Inspectorate about the working schedules of their staff. We can all imagine what this will mean for the already deregulated working time arrangements.(1)

● The levelling out of the legal overtime ceiling in all businesses (upwards) to 120 hours per 6-month period. This measure dismantles the working schedule of workers in industries and handicrafts, as for them the al-lowed limit per semester has been … 48 hours, i.e. their bosses will be able to impose 4 more hours of overtime per working week, regardless of the employees’ social needs, who are considered, even more blatantly now, mere «components» in the process of production, with no free time of their own. With this measure, the supply of labour is attached even more tightly to the conjunctural productive needs of each company.

● The bypassing of collective bargaining agreements, by instituting the “right” to “individual negotiation” with the boss for the determination of the “individual working hours and pay rate”. We all know very well what “individual negotiation with the boss” usually means and what kind of pressures can be exerted on workers — this is most likely what our good prime minister meant when he spoke about employees who “consent” to work more flexible hours themselves.
This “option” of individual negotiation of the working schedule will also include the time limits of on-call status for tele-workers, i.e. the time periods in which the remote employee has to be on standby status, but also the deadlines for responding upon being called to work by the boss. Again, it is easy to guess what kind of «agreements» will result from this, in the context of the current circumstances in which working hours are pushed to be extended anyway.

● The option for bosses to impose remote working simply by invoking «public health risks». The new bill provides for the use of control and surveillance systems of the remote employees’ work, excluding cameras, if —and here we have to laugh— a) they are compatible with the legislation «on protection of personal data» b) the operational needs of the company necessitate their use and c) their use is confined to their intended purpose, i.e. the surveillance of teleworking!

Encouraging blackmail by employers, as the resolution of labour disputes is removed from the jurisdiction of the Labour Inspectorate —based also on the agreements set out in the 7th «enhanced surveillance report» which was recently approved by the EU Commission— and assigned to OMED (Mediation and Arbitration Organisation), which is dominated by employers, and which does not have any inspection mechanisms, while at the same time a new framework is set for submitting applications to OMED and, finally, the second stage of arbitration (i.e. appeal against the decision of the initial arbitration) is scrapped altogether.

● The isolation of dismissed employees, throughout the notice period during their dismissal, while the need to formally justify the dismissal has already been eliminated (for the bosses) and the relevant compensations, when they exist, have been dramatically reduced.

Also: new changes are imminent in Law 1264/1982 regarding union functions like declaring a strike. Specifically on that, while the terms on which a strike can be declared have already been made much stricter, during the days of SYRIZA (2015-2019), with the need to secure support from 50% + 1 of active union members, now remote participation in the voting process will be added through electronic ballots.
And while this last measure significantly hampers strike declarations, in these workplaces where these are still possible, the new bill comes to partially undercut the very essence of strikes, by imposing a policy in the so-called “vital” sectors of the private and public sector that the “minimum service personnel” during the strike must equal at least 40% (!) of the total workforce.
That is, the government preemptively legislates the conscription of part of the strikers, while at the same time it prohibits drastic actions, such as occupations of facilities and blocking of gates, and introduces the charge of «exerting psychological or physical violence» (to bosses; to strike-breakers; to cops, who really knows?) based on which, strikes will be declared illegal.
But that is not all: the average salary has already decreased by about 10% compared to the second quarter of 2019 (from 885 euros to 802 euros) (2) and according to the latest ELSTAT (Hellenic Statistical Authority) data, the total decrease of employees’ salaries during the second quarter of 2020 amounts to 1.3 billion euros when compared to the same period last year. Now 72.9% (!) of all employees in Greece have to get by on less than 1,000 euros net per month,(3) while the unemployed… can’t get by at all: even among the registered long-term unemployed, only 1 in 5 gets the, recently announced, emergency allowance of 400 euros.
In such a setting, the government plans to attack social insurance fund revenues even further: both through the forthcoming reduction of the average wage —the minimum wage has already been frozen and will only be redetermined at some point in 2021 [it eventually increased by 2% on 1-1-2022]— and through the reduction of social insurance contributions in the private sector by 3%.
According to the 2021 draft budget, which was submitted for discussion a few days ago, this reduction will reach 650 million euros and apart from the insurance funds, it will also reduce the resources of OAED (National Employment Agency) by 40% (from 1.7 billion euros to 1 billion), losses that will be covered via state subsidy, i.e. through our taxation. Respectively, the funds for the unemployed will also be reduced by 38% (from 2.15 billion euros to 1.33 billion), despite the already visible increase of the unemployment, an increase that is of course expected to continue.
State spending on pensions will be reduced. This is happening after this year’s break when they showed an in-crease due to the rulings for retroactive payment of certain amounts to some categories of pensioners —retroactive payments which, it should be noted, were given, yes, but scaled down. More specifically, spending on primary (state) pensions will be reduced by 2.1 billion euros, while spending on supplementary pensions will be reduced by 127 million. In fact, these reductions are such that the total pension expenditure is expected to fall below the cor-responding 2019 levels.(4)
The above policy of pension cuts is a result of the ten-year policy of memoranda that, as we can see, continues unabated today. In fact, a new attack on pensions has been announced with the substitution of the auxiliary part of the public pension by private pension funds, via individual or business labour contracts. This measure will initially be mandatory for the «newly insured», but will also affect the older ones, as the planned reduction of pension fund revenues coming from insurance contributions will lead to significant reductions in the current supplementary pensions (see memorandum clause stating that pension levels must guarantee the funds’ «viability»), pushing more employees to “individual insurance solutions”.

The entrepreneurial university
and the new “enclosures” around it

«Academic asylum, for us, has no place in the Greek public university, in the way it is applied today. The same rules that apply to every public space in the country, will also apply to the public university. The authorities will be able to intervene on their own initiative for any criminal act that takes place at the university. This is an idea we want to discuss. We are considering introducing an entry check system in the academic institutions. I am not aware of any university abroad that does not have access control».
N. Kerameus. Minister of Education and Religious Affairs,10th July 2019 on SKAI TV.

The state, recognizing —just like we do— the universities as potential centres of struggle against the state’s management of the pandemic, took advantage of the panic that it itself had cultivated around the pandemic, and shut the institutions down at the first opportunity, imposing remote learning as early as last March and remote examinations in the exam period of the spring semester.
The state management of the terms of operation of the universities has been totally aggressive towards our class if we consider that it completely ceased their function as reappropriated public spaces and fields of struggle, where assemblies, events and migrant squats were housed, while at the same time, every effort was made to prevent the suspension of any business activity that is carried out thanks to the unpaid labour of students or the poorly paid labour of doctoral students and research staff.
Remote learning, which has been generally implemented since March and continues to this day, is a clear weapon for further individualization of students, forcing them to stay at home, isolated.
The disciplinary-repressive dimension of remote learning is made clear by the fact that while the government had relaxed its measures from May all the way up to 6/11/2020, universities never stopped being in lock-down throughout this period. It is also indicative that during the spring lockdown period not even a week had passed since the closure of the universities that the occupation of the “Ghini” building [in the National Technical University of Athens, a space that had been a centre of struggle for years and where immigrants lived] was evacuated.
The evacuation of the Ghini building was followed by a new sequence of repressive actions, such as the attempt to evacuate the student dormitories and the aggressive eviction of all students living there, as well as the sabotage of the “espiv” server, which is housed in Panteion University. Let us note here that it was real-world, physical, in-person activism that eventually managed to repel these aggressive actions of the government. Only temporarily, of course, since with the enforcement of the new lockdown, the expulsion of students from student halls is being attempted again, as we have learnt from com-plaints made by students in Komotini (Northern Greece), who are even asked to collect all of their belongings with their departure.
The lack of this physical, in-person activism, the fact that university premises have been rendered lifeless and empty of students as a result of intensified student labour and the political management of the pandemic by the state and in particular the implementation of remote learning, the escalation of repressive violence during the second phase of the biopolitics of confinement, the abolition of academic asylum and the overall entrepreneurialization of the university was what provided the possibility for the simultaneous invasion of hundreds of cops of all kinds (DELTA, OPKE, EKAM units) to evacuate both the historical Polytechnic school in the city centre and the students’ occupation of the Rector’s Office of the National Technical University of Athens, on 13/11/2020.
This attack on the gathering of workers and students at the Polytechnic School and the occupation of the NTUA Rector’s Office in the Polytechnic Campus resulted in the arrest of a total of 92 activists, who opposed the NTUA lockout and kept the university open in the middle of a general lockdown, in order to demand that the three-day celebrations and demonstration of the 17th November (landmark day for the revolt against the Greek dictatorship in 1973) should be conducted as normal.
Besides the e-learning cameras we have in our homes, they tried to introduce cameras in the classrooms and now cameras in the universities. And not only that. At the recent meeting of the rectors of the universities with the Prime Minister and the Minister of Education, the government proposed to introduce barriers and cameras at the entrances of the faculties; to establish a special police unit for their protection; as well as the toughening of the penalties imposed on students for offences committed in spaces of the «university community». The rectors, playing the role of the «good cop», refused the toughening of the penalties, claiming that the already strict legal framework is sufficient, but they stated that they agree with the establishment of a special police unit, as long as it answers to the university administration and not the Ministry of Citizen Protection.
Nevertheless, the government seems to prioritize the policing of the university in very specific terms. That is why, only a few days after the decision of the rectors, the Minister of Education N. Kerameus announced the re-cruitment of 1,500 special guards by the Ministry of Citizen Protection. The «university protection unit», as it will be called, will have its headquarters within university premises, will be under the jurisdiction of the Ministry of Citizen Protection and will be assigned to (certain) higher education institutions. Details on the exact characteristics of this unit are not yet known.
Α more recent development in the efforts of policing and imposing enclosures in the university is the decision of the Rector’s Council of the University of Athens to implement entry checks and keep records of those who enter the dormitories of the institution, supposedly for the «health protection» of the students who live there. It is no coincidence, of course, that student dormitories have in recent months become the main space where political activism and assemblies (not just of students) are housed.
With the enclosing of the universities with cops, security guards and entrance barriers and the complete control of their interior, an attempt is made to strip the function of the universities from the counterweight of any applied proletarian critique so that they are nothing more than factories producing an important commodity, specialized labour power. The latter consists of structured skills and knowledge exploitable by capital within the alienating productive-labour process, be it paid or unpaid.
So we understand very well what the police and the cameras in the universities are there to protect, using as a pretext the so-called «hooligan-terrorists», as they have used immigrant peddlers and drug addicts in the past. The cops and the cameras protect the attempted, ever increasing entrepreneurialization of university functions, which goes hand in hand with the (preemptive) suppression of any prospect of antagonistic activity within them.
In other words, they try to preserve the unhampered running of universities as enterprises that profit from the exploitation of unpaid and paid student work (from the unpaid undergraduate preparation of our labour power and unpaid internships up to poorly paid research work).
Research programs —in addition to having as their main function the exploitation of students’ labour— are organised collaborations with the private business sector, the army and the police. NTUA (National Technical University of Athens) is known for its research in relation to border protection, repression, military equipment (see Ranger, Andromeda, Ingenious, Prevision research pro-grams), but it is also known for its important collaboration with other international universities as well as with the largest companies operating in Greece. To give just one example, consider the research on the development
of wind farms or the exploitation of energy reserves in natural gas and hydrocarbons. The reason we choose to cite this particular example, among many others —the NTUA alone runs more than 1,500 research projects— is that the government rushed, in the midst of a lockdown, the passing of a law that, among other things, allows hydrocarbon mining in areas protected under the “Natura 2000” network, while at the same time, it was keeping the universities closed to the students so that the corresponding research might not be challenged or hindered.
Besides research, which comprises the most important part of the entrepreneurial activity in the universities, the latter is also highlighted by a series of subcontractors that operate in the universities (see subcontracting of the canteens, restaurants and security), but also by the introduction of the industry of postgraduate courses with tuition fees and international masters or undergraduate programs. And let us not forget: the «Europeanization» and the policing of the universities was one of the main stated goals of the (currently ruling) New Democracy party, be-fore it even came to power. Moreover, all of what is heralded now, has been a long-standing goal and pursuit of all previous governments – though perhaps not in the same rough and hasty way. At the present time, the government is cunningly reviving the «theory of the two extremes», in the aftermath of the conviction of the one «extreme» (i.e. Golden Dawn trial) and the «fight against lawlessness in the universities», taking advantage of the almost non-existent social resistance in the universities (due to remote learning) against the state management of the pandemic on the one hand, and of all the political speculation around a collective act of aggressive mockery towards the rector of the Athens University of Economics and Business (ASOEE), in the aftermath of a recent squat eviction in the premises of this specific institution.
Finally, the entrepreneurial character of the university is also highlighted by the efforts to discipline the students through the planned enforcement of the «n + 2» rule, which postulates the elimination of the student status 2 years after the formal curriculum duration. The «n + 2» rule, like all the other characteristics of the entrepreneurial university mentioned above, forges tomorrow’s obedient worker who has to be fast and productive, capable of combining work with studies without any time to do anything else, ready to enter the intensified, competitive and casualised labour market.
So, it is not enough that we work in universities unpaid, this will now have to be done at the pace and intensity required by the state in a space monitored by cameras and enclosed by cops.

So, while the bosses are jumping on us from all sides…
…today, we have to take advantage of the crisis for the benefit of the working class; we have to fight, in conditions of the suspension of formal, constitutional legality, for the satisfaction of our immediate needs!

…let us be the ones to demand:

● INCREASED SOCIAL SPENDING FOR HEALTH AND EDUCATION.

● REQUISITIONING OF ALL PRIVATE HEALTH CLINICS WITH NO COMPENSATION FOR THEIR CAPITALIST OWNERS.

● BRING DOWN THE WALLS OF ALL FORMS OF CONFINEMENT: IN HOMES, IN SCHOOL CAGES, ΙΝ DETENTION CAMPS, ΙΝ PRISONS

● REDUCTION OF WORKING HOURS. WAGE AND PENSION INCREASES

● GUARANTEED SOCIAL WAGE FOR EVERYONE! NO ONE SHALL BE DEPRIVED OF THE BASIC NECESSITIES OF LIFE

● THE POLICE-STATE SHALL NOT PASS IN THE SCHOOLS, IN THE SQUARES, OR IN THE STREETS. LET’S RECLAIM PUBLIC SPACE FROM THE STATE AND CAPITAL.

● DOWN WITH THE ISOLATION OF REMOTE WORKING AND REMOTE LEARNING. TURN OFF THE SCREENS SO THAT STRUGGLES MAY BEGIN

● OPEN UNIVERSITIES & SCHOOLS; LOW CLASS SIZES

● ONLY WE WILL CLOSE DOWN UNIVERSITIES & SCHOOLS, WITH OUR STRUGGLES, FOR OUR OWN NEEDS

● SOLIDARITY WITH THOSE ARRESTED AT THE POLYTECHNIC SCHOOL

November, 2020

NOTES

1 According to GSEE (General Confederation of Greek workers) data, before the «coronavirus pandemic» the domestic labour market was already plagued by the «pandemic of unpaid over-time», as 73% of those employed worked overtime, while in some sectors, such as manufacturing and transport, the corresponding percentage was over 80% «. See The Greek economy and employment (Annual Report), 2020, p. 73.

2 Ibid., p. 82.

3 Ibid.

4 It is not just pension expenditure that is reduced. In the midst of the pandemic, government expenditure on health is also reduced by 570 million € or 12% (from 4.8 billion € to 4.25 billion €), as is emergency expenditure for the pandemic: from 523 million € this year to just 131 million in 2021 (75% reduction). Instead, spend-ing on military equipment has increased by 30%.

 

The text in a pdf format

Αναρτήθηκε από: Τα παιδιά της γαλαρίας | 23 Αυγούστου 2022

Προλετάριοι/ες στη Ρωσία και στην Ουκρανία! Στο μέτωπο της παραγωγής και του πολέμου… Συντρόφισσες/οι!

Φήμες για πόλεμο αντηχούν και πάλι στην Ευρώπη, κανόνια οπλίζονται, βομβαρδιστικά φορτώνονται με φονικές σφαίρες και βλήματα, πύραυλοι στρέφουν τις πυρηνικές τους κεφαλές προς τους μελλοντικούς τους στόχους. 

Αυτές οι φράσεις που γράφαμε το 2014 για τη σύγκρουση μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας είναι σήμερα πιο επίκαιρες από ποτέ. Αν ο καπιταλισμός είναι εκ φύσεως δημιουργός πολλών δεινών, παράγοντας εξαθλίωση, κλιματικές και υγειονομικές κρίσεις, είχαμε σχεδόν «ξεχάσει» ότι ήταν, και αναμφίβολα παραμένει, πολεμοχαρής! Σήμερα εξαπολύεται μια στρατιωτική επίθεση: Υπάρχουν ειδήσεις βομβαρδισμών στο Ντονμπάς, την Οδησσό, το Κίεβο, τη Μαριούπολη, το Χάρκοβο…

Προλετάριοι με ρώσικες στολές

Χρόνια τώρα σας στέλνουν σε όλο τον κόσμο για να προστατεύσετε τα συμφέροντα του «ρώσικου έθνους». Ξεκίνησε με «την άμυνα της εδαφικής ακεραιότητας της Ρωσίας» ενάντια στους αυτονομιστές του βόρειου Καυκάσου, συνέχισε έπειτα με «την προστασία των Οσσετών στη Γεωργία» για να κορυφωθεί με «την προστασία των Ρώσων αδελφών ενάντια στις ορδές του Μπαντέρα στην Ουκρανία» και «της νόμιμης κυβέρνησης της Συρίας ενάντια σε ισλαμιστές τρομοκράτες».

Η ίδια ιστορία που την έχουν διηγηθεί σε γενιές και γενιές προλετάριων, «στρατιωτών» και «πολιτών», σε κάθε προηγούμενη καπιταλιστική σύγκρουση σε όλο τον κόσμο ώστε να τους κάνουν να ματώνουν στα μέτωπα του πολέμου ή στα εργοστάσια στις αλυσίδες παραγωγής, στο μέτωπο της παραγωγής, στο εσωτερικό μέτωπο… Πολεμούσαν για τον «Τσάρο», τον «Σοσιαλισμό», το «Έθνος», τη «Δημοκρατία», τον «Ζωτικό χώρο», τη «Χριστιανοσύνη», το «Ισλάμ». Και το ίδιο παραμύθι λέγεται σε ένστολους προλετάριους στις ΗΠΑ, στην Τουρκία, [στην Ελλάδα], στο Ηνωμένο Βασίλειο, στο Ισραήλ, στην Ουκρανία, στη Συρία του Άσσαντ, στο Ισλαμικό Κράτος, στη Ροζάβα, στη Γεωργία, στο Ντονιέτσκ και στο Λουγκάνσκ, στο Ιράν, στις περιοχές της Χεζμπολά και της Χαμάς… σε κάθε εθνική, τοπική, θρησκευτική ή όποια άλλη ψευδή κοινότητα.

Προλετάριοι με ουκρανικές στολές

Η δική σας αστική τάξη σας κάνει να πιστεύετε ότι έχετε μια πάτρια γη να υπερασπιστείτε ενάντια στη «Ρωσική επιθετικότητα», ότι θα έπρεπε να ενωθείτε με τους εκμεταλλευτές σας και να απαιτήσετε την ένταξη της Ουκρανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή στο ΝΑΤΟ. Αλλά όπως όλες οι προλετάριες και οι προλετάριοι οπουδήποτε στον κόσμο, δεν έχετε παρά μόνο τις αλυσίδες της μισθωτής σκλαβιάς να χάσετε.

Προλετάριοι στο εσωτερικό μέτωπο

Άλλη μια φορά σας λένε να θυσιαστείτε, να είστε «περισσότερο παραγωγικές», να είστε «πιο ευέλικτες», να «αναβάλετε» την ικανοποίηση των άμεσων αναγκών σας (μέχρι του σημείου του να λιμοκτονήσετε παρά να δεχτείτε «τροφή από τον εχθρό») κλπ. Όλα αυτά για χάρη του γενικού καλού του Έθνους. Σας λένε να υποστηρίξετε χωρίς δεύτερη κουβέντα αυτόν ή τον άλλον «Ιερό Πόλεμο», να ξεχάσετε τις απεργίες και το σαμποτάζ της παραγωγής πολεμικού υλικού, εθελούσια να στείλετε τους γιους, τους αδερφούς, τους συζύγους και τους πατεράδες σας να γίνουν μάρτυρες για τα κέρδη των αστών αφεντικών σας.

Το κεφάλαιο και το κράτος βρίσκανε πάντα τον τρόπο να μετατρέψουν τους προλετάριους σε τροφή για τα κανόνια και να τους αφήσουν να σφαγιαστούν αναμεταξύ τους κάτω από τη σημαία αυτής ή εκείνης της «Πατρίδος». Λες και εμείς, το προλεταριάτο, η εκμεταλλευόμενη τάξη, είχαμε ποτέ κάποια πατρίδα να υπερασπιστούμε. Λες και τα «εθνικά συμφέροντα» αντιπροσώπευαν οτιδήποτε άλλο πέρα από τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης. Ο πόλεμος κι ο επακόλουθος αγώνας για ανοικοδόμηση δεν είναι τίποτα άλλο από μια συγκεκριμένη μορφή ανταγωνισμού μεταξύ διαφόρων καπιταλιστικών φραξιών. Είναι μια έκφραση της ανάγκης τους να επεκτείνουν την αγορά τους ώστε να αντισταθμίσουν το φθίνον ποσοστό κέρδους. Την ίδια στιγμή, ο πόλεμος χρησιμεύει για να διαιρέσει την τάξη μας σε εθνικές, τοπικές, θρησκευτικές, πολιτικές κ.ά. παρατάξεις ώστε να κατασταλεί η ταξική πάλη και να σπάσει η προλεταριακή διεθνιστική αλληλεγγύη. Τέλος, ο πόλεμος χρησιμεύει ώστε να ξεφορτωθούν ακόμα και με υλικούς όρους την πλεονάζουσα εργασιακή δύναμη. Ή με άλλα λόγια, για να μας σφαγιάσουν…

«Ρώσοι» στρατιώτες, είστε παραταγμένοι στη Συρία ή την Ουκρανία για να σκοτώσετε και να σκοτωθείτε από ανθρώπους που όπως εσείς πίσω στον τόπο σας εξαναγκάζονται να πουλούν την εργασιακή τους δύναμη στο κεφάλαιο για να επιβιώνουν, ανθρώπους που είναι μέρος της ίδιας εκμεταλλευόμενης τάξης με εσάς, ανθρώπους που είναι προλετάριες αδερφές και αδερφοί στην «άλλη πλευρά». Όλες αυτές οι μιλιταριστικές περιπέτειες, οι ασκήσεις και οι εξοπλιστικοί ανταγωνισμοί, αρχίζουν να πλήττουν την ικανότητα του κεφαλαίου να εξευμενίζει το προλεταριάτο ρίχνοντάς του ψίχουλα από το αστικό τραπέζι.

Ο καπιταλισμός δεν μπορεί να μας φέρει τίποτα άλλο από εκμετάλλευση, αθλιότητα, αλλοτρίωση, πόλεμο και καταστροφή· και αυτό έκανε πάντα. Το παγκόσμιο προλεταριάτο στέκεται σε ένα σταυροδρόμι: να ξεσηκωθεί εναντίον του ή να πέσει στην μεγαλύτερη ανθρώπινη κρεατομηχανή όλων των εποχών. Σε ολόκληρο τον κόσμο, μαίνονται περισσότερο ή λιγότερο ανοιχτές στρατιωτικές συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις μεταξύ των διαφόρων αστικών μπλοκ. Συμμαχίες και αντι-συμμαχίες σχηματίζονται και σπάνε· η συγκεντροποίηση σε λίγες υπερδυνάμεις γίνεται όλο και πιο εμφανής. Η Ουκρανία βρίσκεται στο επίκεντρο όλης αυτής της διαδικασίας· ο πόλεμος εκεί κουβαλάει μέσα του την απειλή της κλιμάκωσής του σε παγκόσμια σύγκρουση, που δυνητικά μπορεί να εξαφανίσει κάθε μορφή ζωής στον πλανήτη.

Όπως στο Ιράν, στο Ιράκ, στη Χιλή, στον Λίβανο, στην Κολομβία, και πιο πρόσφατα στο Καζακστάν, η μόνη εναλλακτική για το προλεταριάτο στη Ρωσία και την Ουκρανία είναι να αναβαθμίσει την αντιπαράθεση με το κράτος, να επιτεθεί άμεσα στους θεσμούς του και να απαλλοτριώσει τα αγαθά και τα μέσα παραγωγής. Ας μη μείνουμε μόνο στις διαμαρτυρίες στον δρόμο, αλλά ας πολλαπλασιάσουμε κι ας γενικεύσουμε τις απεργίες ώστε ν’ αναπτύξουμε την ταξική πάλη στο μέτωπο της παραγωγής! Ας μετατρέψουμε τον αγώνα των συγγενών των στρατιωτών, που έχουν επιδείξει επανειλημμένως μέσα στην ιστορία μια ισχυρή αντιπολεμική στάση, σε γενικευμένο επαναστατικό ντεφαιτιστικό αγώνα, πέρα απ’ τα όρια κάθε λεγκαλιστικής ιδεολογίας!

Επαναστατικός ντεφαιτισμός σημαίνει να οργανώνουμε δράσεις με στόχο να υπονομευτεί το ηθικό των φαντάρων και να αποφευχθεί η αποστολή προλετάριων στη σφαγή…

Επαναστατικός ντεφαιτισμός σημαίνει να οργανώνουμε μια όσο το δυνατόν πιο μαζική λιποταξία και την κατάπαυση του πυρός μεταξύ των προλετάριων με στολές και στις δυο πλευρές του μετώπου, να αφήνουμε τα μακρινά μέτωπα των μαχών και να μεταφέρουμε τον πόλεμο, όχι μεταξύ προλετάριων αλλά μεταξύ τάξεων, δηλαδή τον ταξικό πόλεμο, στα κέντρα των εμπόλεμων υπερδυνάμεων…

Επαναστατικός ντεφαιτισμός σημαίνει να ενθαρρύνουμε την αδελφοποίηση, τις ανταρσίες, και τη στροφή των όπλων ενάντια στους οργανωτές του πολεμικού μακελειού, δηλαδή ενάντια στη «δικιά μας» αστική τάξη και τα τσιράκια της…

Επαναστατικός ντεφαιτισμός σημαίνει αποφασιστική και επιθετική δράση με στόχο να μετατραπεί ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος σε επαναστατικό πόλεμο για την κατάργηση αυτής της ταξικής κοινωνίας που βασίζεται στη λιμοκτονία και τους πολέμους, σε επαναστατικό πόλεμο για τον κομμουνισμό…

Εσείς, «Ρώσοι στρατιώτες» και «Ουκρανοί στρατιώτες», προλετάριοι στους στρατούς της ρώσικης και της ουκρανικής αστικής τάξης, δεν έχετε άλλη εναλλακτική (αν θέλετε να ζήσετε αντί να συνεχίζετε απλά να επιβιώνετε – ή να τα τινάξετε στο κάθε επόμενο πεδίο της φρίκης!) από το να αρνηθείτε για άλλη μια φορά να υπηρετήσετε ως παγκοσμιοποιημένοι μπράβοι των συμφερόντων τους. Όπως πολλοί από τους προκατόχους σας στον πόλεμο της Τσετσενίας, διαρρήξτε τις τάξεις σας και μην πολεμάτε άλλο! Όπως οι στρατιώτες του «Κόκκινου Στρατού» στο Αφγανιστάν ή οι αμερικανοί στρατιώτες στο Βιετνάμ, μπορείτε να πυροβολήσετε ή «κατά λάθος» να ανατινάξετε τους δικούς σας αξιωματικούς! Όπως οι προλετάριοι με ή χωρίς στολή στον Πρώτο Παγκόσμιο, κάντε ανταρσία και ξεσηκωθείτε όλοι μαζί ώστε να μετατραπεί ο παγκόσμιος καπιταλιστικός πόλεμος σε εμφύλιο πόλεμο για την κομμουνιστική επανάσταση.

Δεν θα θέλαμε να περιοριστούμε στο να απευθυνθούμε μόνο στους προλετάριους με τις ρώσικες ή ουκρανικές στολές, αλλά επίσης στα αγωνιζόμενα ταξικά μας αδέρφια σε όλον τον κόσμο και να τα παρακινήσουμε να ακολουθήσουν και να εξελίξουν παραδείγματα ντεφαιτισμού που ήδη υπάρχουν, όπως πχ., στρατιώτες στο Ιράν που αρνήθηκαν να χρησιμοποιηθούν για την καταστολή των ταξικών μας κινημάτων το 2018, αστυνομικούς και πολιτοφύλακες στο Ιράκ που έκαναν το ίδιο μερικούς μήνες αργότερα στη διάρκεια των εξεγέρσεων που κατέκλυσαν τη μισή χώρα από τη Βασόρα ώς τη Βαγδάτη, όπως το έκαναν επίσης η αστυνομία και ο στρατός στο Καζακστάν φέτος που αρνήθηκαν να καταπνίξουν τον προλεταριακό ξεσηκωμό, αναγκάζοντας τη Ρώσικη χωροφυλακή να επέμβει για να αποκαταστήσει την καπιταλιστική τάξη…

Προλετάριοι με και χωρίς στολή, ας οργανωθούμε μαζί ενάντια στο καπιταλιστικό σύστημα της εκμετάλλευσης της ανθρώπινης εργασίας που βρίσκεται στη ρίζα όλης της εξαθλίωσης, όλης της κρατικής καταπίεσης και όλων των πολέμων!

Προλετάριες, ποτέ μην ξεχνάτε ότι ήταν οι ταξικές μας αδερφές και αδερφοί που σταμάτησαν τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο λιποτακτώντας μαζικά, στασιάζοντας συλλογικά, πραγματώνοντας την κοινωνική επανάσταση!!!

Κάτω οι εκμεταλλευτές! Από τη Μόσχα ως την Τεχεράνη, την Ουάσινγκτον, το Κίεβο και ολόκληρο τον κόσμο!

Ενάντια στον εθνικισμό, τον σεχταρισμό, τον μιλιταρισμό αντιτάσσουμε τη διεθνή και διεθνιστική προλεταριακή αλληλεγγύη!

Ας μετατρέψουμε αυτόν τον πόλεμο σε ταξικό πόλεμο για την παγκόσμια κομμουνιστική επανάσταση! 

   

Třídní  Válka (Tαξική Πάλη)   

24η Φεβρουαρίου, 2022

(Μετάφραση της προκήρυξης των συντρόφων που βρίσκεται στον παρακάτω ιστότοπο

https://www.autistici.org/tridnivalka/proletarians-in-russia-and-in-the-ukraine-on-production-front-and-military-front-comrades/)

Σε pdf

 

Αναρτήθηκε από: Τα παιδιά της γαλαρίας | 6 Μαρτίου 2022

ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ ΤΟΥ ΣΥΝΤΡΟΦΟΥ ΜΑΣ ΔΗΜΗΤΡΗ ΒΟΥΤΥΡΑΚΟΥ

Ο Μήτσος μας, ο φίλος μας, ο σύντροφός μας, ο γιατρός αγωνιστής, δεν είναι πια εδώ.

Τριάντα χρόνια γνωριμίας, και κατά καιρούς συνοδοιπορίας στους αγώνες.

Γνωρίσαμε τον Μήτσο τη δεκαετία του 1990 όταν ήταν μέλος του Ράδιο Ουτοπία. Κάναμε μαζί μόνο μια εκπομπή για τον πόλεμο στην πρώην γιουγκοσλαβία, αλλά βρισκόμασταν αραιά στα τριήμερα του Ράδιο Ουτοπία και σε ένα σπίτι στην Άνω Πόλη που μοιραζόταν με τον Μάνο και τον Μιχάλη. Από το 2000 και μετά, όταν πλέον συμμετείχε στο Συνδικάτο Σαλταδόρων και εξέδιδε το Νίπελ, μόνο ένας από μας, που τότε έμενε στη Θεσσαλονίκη, τον έβλεπε συχνότερα.

Από τα σημαντικότερα δημιουργήματά του μαζί με συντρόφους και συναδέλφους του στα μέσα της δεκαετίας του 2000 ήταν η «Σύσκεψη Εργαζομένων» στο Ζαγκλιβέρι, ένα αγωνιστικό-διεκδικητικό κοινωνικό σχήμα που δεν έπαψε ποτέ να μας εμπνέει και στους δικούς μας αγώνες στην εκπαίδευση. Ταυτόχρονα μέσα από την ενθάρρυνση δημιουργίας ανοιχτών συνελεύσεων και επιτροπών κατοίκων και εργαζόμενων της περιοχής συνέβαλε στην αυτοοργάνωση των ίδιων των χρηστών του συστήματος δημόσιας υγείας και κυρίως της πρωτοβάθμιας περίθαλψης. Οι αγώνες του είχαν σαν αποτέλεσμα διώξεις από την πλευρά της διοίκησης αλλά και δυναμικές κινητοποιήσεις αλληλεγγύης από τους κατοίκους.

Δεν σταματήσαμε ποτέ μέσα στα χρόνια να ανταλλάσσουμε κείμενα, πληροφορίες, απόψεις, αλλά πιο κοντά από ποτέ ήρθαμε τον τελευταίο ενάμιση χρόνο όταν διαπιστώσαμε από κοινού ότι οι απόψεις μας πάνω στους στόχους της κρατικής διαχείρισης της πανδημίας συνέκλιναν σε μεγάλο βαθμό.

Ο Μήτσος ήταν ήδη από τον Μάρτιο του 2020 ενάντιος στην υποχώρηση του α/α χώρου από τη δημόσια σφαίρα, το κλείσιμο των στεκιών και την ακύρωση των προγραμματισμένων διαδηλώσεων λόγω λοκντάουν. Δεν έπαψε αυτά τα δύο χρόνια να αγωνίζεται ενάντια στην καπιταλιστική αναδιάρθρωση του ΕΣΥ. Ήξερε πολύ καλά ότι αγώνας και κοινωνική αποστασιοποίηση είναι δύο έννοιες αλληλοαποκλειόμενες. Όταν οι δυνάμεις της αντίδρασης και της συντήρησης μέσα στον «χώρο» μιλούσαν φοβικά μόνο για «μέτρα προστασίας» στους χώρους εργασίας, ο Μήτσος καταλάβαινε μια χαρά ότι αυτό που παιζόταν πίσω από τις καραντίνες, τις απαγορεύσεις κυκλοφορίας, τους υποχρεωτικούς εμβολιασμούς, τις κοινωνικές διακρίσεις ενάντια στους ανεμβολίαστους ήταν μια κατά μέτωπον επίθεση του κεφαλαίου και του κράτους σε όλους τους εργαζόμενους. Και ταυτόχρονα μια επιχείρηση σίγασης κάθε κριτικής στο κυρίαρχο ιατρικό μοντέλο.

Ενώ εκκρεμούσε σε βάρος του πειθαρχική δίωξη, συμμετείχε ενεργά στο κίνημα ενάντια στις αναστολές των υγειονομικών, όντας ο ίδιος σε αναστολή. Μαζί με τους συντρόφους του και συναδέλφους στη βιομηχανία της περίθαλψης αντιστεκόταν σε ένα ΕΣΥ εκτελεστικό βραχίονα του υπουργείου δημόσιας τάξης, στις κρατικές υποχρεωτικότητες και τη συστηματική αποδιάρθρωση του δημόσιου συστήματος υγείας.

Τελευταία φορά τον είδαμε από κοντά στο διήμερο της Πρωτοβουλίας ενάντια στο υγειονομικό απαρτχάιντ στις 26 και 27 Νοεμβρίου του 2021. Ο Μήτσος και οι σύντροφοί του αποδέχτηκαν την πρόσκλησή μας με χαρά. Ο ίδιος θεώρησε το διήμερο ως σημαντική κινηματική προσπάθεια να αρθρωθεί δημόσιος λόγος ενάντια στο καθεστώς των κοινωνικών διαχωρισμών και την αναστολή εργασίας των ανεμβολίαστων υγειονομικών, αν και την βρήκε «ολίγον συνεδριακή». Η εισήγησή τους ήταν η καλύτερη εισήγηση του διημέρου – η πιο κινηματική, η πιο εύστοχη, η πιο ανθρώπινη.

Την αναπαράγουμε εδώ ολόκληρη, για να θυμόμαστε τη φωνή του, τη φωνή του αδιάλλακτου κοινωνικού αγώνα.

Η τελευταία ερώτηση που μας απηύθυνε από το νοσοκομείο ήταν: «Μιλήσατε με όσες ομάδες είναι από τη δική μας μεριά για τη διαδήλωση της 15ης Γενάρη; Tις καλέσατε όλες; Πρέπει να πετύχει αυτό το εγχείρημα!»

Μήτσο, έφυγες και μείναμε ακόμα πιο λίγοι, αλλά θα κάνουμε ό,τι μπορούμε για να πετύχει αυτό που ζήτησες. Στην πραγματικότητα, για να πετύχουν όλα όσα ονειρεύτηκες!

Τα Παιδιά της Γαλαρίας

4/1/2022

 

 

Αναρτήθηκε από: Τα παιδιά της γαλαρίας | 4 Ιανουαρίου 2022

AGAINST MANDATORY VACCINATION AND ITS CRUSADERS

Αγγλική μετάφραση του κειμένου Ενάντια στον υποχρεωτικό εμβολιασμό και τους σταυροφόρους του # 1, της Συνέλευσης ενάντια στη Βιοεξουσία και την Κλεισούρα

στην οποία συμμετέχουμε

https://www.facebook.com/permalink.php?story_fbid=354704792852203&id=109213057401379

και η οποία δημοσιεύθηκε στο σάιτ dialectical delinquents

https://dialectical-delinquents.com/covid1984-latest/greece-against-mandatory-vaccination-its-crusaders/?unapproved=344185&moderation-hash=1fa66cf7c5886f10b869d105ea4a3e72#comment-344185

   AGAINST MANDATORY VACCINATION AND ITS CRUSADERS

by the Assembly against bio-power and confinement (which includes TPTG), translated by TPTG

Demo, 14th July

On Wednesday afternoon of 14th July, the people gathered in Omonia square began to move gradually from the square to Stadiou St. At first it seemed that there were no more than 1,500 people in the square, but, as usually happens after a demo has started, it was revealed that they reached 4,000-5,000. A lot of youth, families, well-off people but not necessarily posh, a mix of shopkeepers and workers. (According to some information, the initial call was made by a right-wing Facebook group called “Shops without a graft”). People did not seem to have much experience of demos. However, the well-known crackpots were not present (priests, nuns and others who had participated in the demos against the Prespa agreement, had already gathered in Syntagma Square and were waiting for them). You could see some muscular chavs, a few Greek flags (you could not see more than 10) and 2 improvised spray banners (“No to mandatory vaccination, we want freedom”). From the beginning, there was excitement among those gathered about the size of the crowd (many took selfies with Omonia in the background, so that one could see the main body of the rally), enthusiasm expressed at the beginning of the demo with massive applause and shouting, but then there was no particular excitement: 2-3 basic, nationalist, “anti-fascist” slogans (“Greece, Greece”, “fascist Mitsotaki, resign!”, “Down with Mitsotakis’ dictatorship”, “Keep your hands off our children”+ the national anthem). It would not be an exaggeration to say that we witnessed the birth of new right-wing and far-right mini-parties, a revolt on the right, on the basis of an existing social issue that large sections of communists and anarchists refuse to recognize as such. In the Syntagma square next to the Christians there were the Pro Patria neonazis,  lined up in military style. At the lower part of the square there was a small crowd gathered under the banner of Contra Dystopia and 4 other democratic, anti-fascist organizations against “discrimination and bioterrorism”. Here they describe the gathering from their own point of view and how they were attacked by the fascists of Pro Patria

https://contradystopia.blogspot.com/2021/07/blog-post_16.html

The truth is that a large part of the anti-authoritarian/anarchist milieu and the left as former consistent adherents of lockdowns and now ardent crusaders of the vaccination movement, not only keeps silent about the issue of mandatory vaccination and its consequences for the working class, but also finds it a lot more interesting to eagerly deconstruct the term “health apartheid”, to idolize science, technology and the technocratic discourse as forms of capitalist relations, to identify any critique of these forms with “irrationality” and “obscurantism”, to do “fact-checking” of any critical approach to state propaganda for the new vaccines in an obsessive way, to relativize and ridicule any reservations/reactions/resistance, to downgrade a social issue to an “individual choice” by downplaying the gigantic dimensions of the state campaign which they legitimize, to be indifferent to the divisions and commands imposed on work and social life. By renaming individual responsibility as social responsibility, they urge people to faithfully follow the measures imposed by the state in the name of some vague “solidarity” and “social conscience”.

That is why a call from the left or the anti-authoritarian/anarchist milieu would not gather so many people. We say this because we consider mandatory vaccination as the latest episode of the bio-political management of the pandemic, against which the resistance has been minimal throughout the pandemic.

Mandatory vaccination is yet another (emblematic) measure of the imposed “state of emergency”, the continuation of lockdowns, fines, the capitalist ideology of individual responsibility, the reduction of state reproductive health expenditure, the reduction of wages and the increase in redundancies, by other means. Vaccines are currently the cheap and advantageous solution for capital to the issue of maintaining the health of the labour power under its command. Foucault’s analysis of bio-power is well known: all medical and other disciplining anatomical-political and biopolitical techniques aim to increase the health and the productive capacity of the labour force, the long duration of working life and the vigour of soldiers in the service of the nation. This does not mean, however, that investments in the reproduction of labour power must also be expensive, that is, harmful to the profits of capital, particularly at a time when the permanent crisis of capitalist relations requires a large amount of devaluation of productive and reproductive capital. Hence, the cheap solution of vaccines, which on the one hand are launched as a panacea for the pandemic, on the other hand turn the public debate on the satisfaction of proletarian needs away from the necessary, under the control of its users, support of health services under the control of their users in general; in financial terms this would require an increase in the taxation of capital profits and in terms of its content it would require a practical questioning  of the alienating capitalist form of medicine.

The left (and a large part of the anti-authoritarian milieu) mutter some objections to the lay-offs, but having prioritized adherence to the state “safety measures”, such as lockdowns, masks, social distancing measures, all these vaccines of dubious quality and safety with extraterrestrial names, etc., they do not call for any resistance to mandatory vaccination. As they did not call for any resistance to distance tele-learning, remote tele-work, the months-long confinement that led 1/5 of the population to depression, to the systematic violation of individual, social and labour rights. Not to mention that in many cases, such as that of distance learning, it has already spearheaded their violation, allowing the state to turn irregularity into law.

However, the repercussions of disobedience to government measures of mandatory vaccination of public and private sector workers in the context of the steady enhancing of management rights from March 2020 onwards could be nightmarish. The blackmail to be imposed on both public and private sectors workers who do not choose to be vaccinated has already begun: in the public sector they try to circumvent even the standard “disciplinary” authorities through fast-track procedures so that workers could be directly sanctioned with forced job transfers or even layoffs. Just imagine the consequences if such a situation gets generalized, i.e. in the case of refusal to do distant learning. Already with the extra powers given to the head teachers of school units those teachers who resist the evaluation process are about to have their salaries cut off! Whoever refuses either getting vaccinated or getting evaluated or something else later on … will risk their salary or their dismissal!

At the same time they intend to introduce redundancies without compensation in the private sector, if a non-vaccinated employee is considered to cause harm to the profitability of the company. And before they fire us, they will initially suspend us without pay just in case we show some signs of cooperation.

When the working class is faced with a problem that needs to be solved immediately, such as health care (and we do not mean simply covid-19) and the protection of its direct and indirect wages, it must rediscover its political and intellectual weapons, the life forms that will keep it ready to fight. We, the rank and file, should put pressure on the unions to take decisions against mandatory vaccination and to support those who choose not to be vaccinated, and at the same time to form a non-corporatist, outside the unions, proletarian community of struggle that not only will stand in solidarity with those who refuse mandatory vaccination but which will also break these divisions in the context of the total denial of the state management of the pandemic.

If the relevant announcements of the unions follow the logic of POEDIN, as it is reflected in its recent announcement, “The medical staff participates en masse in the vaccination process, but it is victimised with inaccuracies and distorted data. We are against the mandatory vaccination of health and care workers because it violates constitutional liberties and individual rights. All health workers will be vaccinated by use of persuasion. Coercion or imposition of disciplinary measures lead to the opposite results “, then we are screwed.

With similar “persuasion” measures the teachers’ unions led their members to compulsory distance learning! On the other hand, fortunately, the decision of the Workers’ Union of the AHEPA hospital, which opposes mandatory vaccination and the penalties of dismissals and salary cuts, calls for a work stoppage on the issue. (https: //www.grtimes.gr /…/ poedin-4ori-stasi-ergasias …)

So, let’s keep clear away from pseudo-imperatives like the ones put forward by the current pro-vaccination demonstration of “struggle” by the CP which allegedly calls for measures to support the public health sector but at the same time demands a “global program of free public vaccination” – as if the government offers something else!

Let us break the divisions defined by the state and capital even with individual risk, by refusing to demonstrate certificates of illness and vaccination (those of us who were vaccinated for individual reasons) in order to get access to places where the unvaccinated are not allowed to enter, in solidarity with them (as a form of a consumer strike).

Because only a real STRUGGLE, which will attack the state management of the pandemic as a whole and in all its forms, distance learning/remote tele-work, constant lockdowns, violation of labour rights under the pretext of the pandemic and the medicalization of social issues can create real ruptures leading to proletarian self-determination and the questioning of the dystopia we have been experiencing for 1½ years now.

HALVE WORKING HOURS! DOUBLE OUR SALARIES!

THIS WILL IMPROVE OUR HEALTH!

20 July, 2021

Αναρτήθηκε από: Τα παιδιά της γαλαρίας | 22 Αυγούστου 2021

ΜΙΑ ΨΕΥΤΟ-ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΡΓΑΛΕΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΩΝ ME TOO: ΚΑΤΑΓΓΕΛΩ ΑΡΑ ΥΠΑΡΧΩ (ΕΝΩ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ ΔΙΕΚΠEΡΑΙΩΝΩ ΚΑΙ ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΡΙΤΩΝ ΔΥΟ-ΤΡΕΙΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΒΡΟΜΟΔΟΥΛΕΙΕΣ)

O Γκαίμπελς είχε πει κάποτε ότι «όσο πιο χοντρό είναι ένα ψέμα τόσο περισσότερες πιθανότητες έχει να γίνει πιστευτό». Αυτή η ρήση έδωσε έμπνευση σε άπειρες πρακτικές από τότε, πρακτικές οι οποίες δεν εφαρμόστηκαν δυστυχώς μόνο από συμμορίες σαν κι αυτή του Μιχαλολιάκου, αλλά υιοθετήθηκαν ακόμα και από υποτιθέμενους αντιφασίστες, όπως η Ε.Χ. και η παρεούλα της.

Η Ε.Χ. είναι ένα άτομο ηθελημένα ξένο προς τις πολιτικές διαδικασίες του κινήματος, γι’ αυτό και η ανάγνωση του me too κινήματος που κάνει είναι ότι αυτό προσφέρεται μόνο για χυδαία εκμετάλλευση ώστε να ικανοποιηθούν οι δικές της ταπεινές επιδιώξεις. Ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται τις διαδικασίες ανάδειξης παραβιαστικών ή κακοποιητικών συμπεριφορών απέναντι σε γυναίκες, έγκειται μόνο στο πώς θα τις παραβιάσει, θα τις κακοποιήσει και θα τις καταχραστεί η ίδια ώστε να εκδικηθεί πρόσωπα και να στοχοποιήσει πολιτικές ομάδες. Επινόησε  μια «ανηλεη σεξιστικη επίθεση», μια «ψυχο-συναισθηματική κακοποίηση», την οποία περιφέρει στον εικονικό κόσμο του facebook, ελπίζοντας ότι με το λέγε-λέγε χοντρά ψέματα θα καταφέρει να καταδικάσει το καταγγελόμενο απ’ αυτήν πρόσωπο στο πυρ το εξώτερον με συνοπτικές διαδικασίες. Καθώς η συγκυρία με την άνοδο του κινήματος me too την εξυπηρετεί μια χαρά, έρχεται να εργαλειοποιήσει την τακτική των καταγγελιών και να τη θέσει στην υπηρεσία των τιποτένιων στόχων της. Αδιαφορώντας δυστυχώς για το ότι η τακτική των καταγγελιών για πραγματικά περιστατικά σεξιστικής βίας είναι ένα από τα όπλα του φεμινιστικού κινήματος για αντι-πατριαρχική/αντι-συστημική και όχι για προσωπική – ευκαιριακή χρήση και ευτελισμό, όπως κάνει.

Το πιο σημαντικό που πρέπει να έχει καμιά υπόψη της στην προκειμένη χυδαία ψευδο-καταγγελία είναι ότι αποτελεί απλώς το ΝΕΟ νοσηρό «αφήγημά» της, σε μια μακρά σειρά μη πιστευτών αφηγημάτων που είχε χρησιμοποιήσει κατά τη διάρκεια της λυσσαλέας συκοφαντικής εκστρατείας που είχε ξεκινήσει μαζί με την παρεούλα της πριν 2 χρόνια εναντίον τεσσάρων πολιτικών συλλογικοτήτων! Η εκστρατεία εκείνη απέτυχε και ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΕΧΕΙ ΜΕΣΟΛΑΒΗΣΕΙ ΣΤΟ ΜΕΣΟΔΙΑΣΤΗΜΑ ΚΑΜΙΑ ΕΠΑΦΗ ΑΝΑΜΕΣΑ ΜΑΣ έρχεται σήμερα από το πουθενά να μπει επικεφαλής όλων των προηγούμενων ψευδών καταγγελιών τους αυτή της δήθεν «ανηλεούς σεξιστικής επίθεσης και της ψυχο-κακοποίησης»! Αν καμιά μπει στον κόπο να διαβάσει τον παλαιότερο οχετό τους που με απίστευτο μένος διακινούσαν σε στέκια και συλλογικότητες, θα δει μόνο «πολιτικές», όπως τις αποκαλούσαν τότε, κατηγορίες («παρακρατήσεις εισηγήσεων, μη καταβολή δεδουλευμένων, σεχταρισμούς, ραδιουργίες, πολιτικές απειλές, εξουσιασμούς» και δε συμμαζεύεται) και τίποτα περί δήθεν «ανηλεούς σεξιστικής επίθεσης και ψυχο-κακοποιήσεων». Δεν είχε λείψει τότε στην Ε.Χ. το θράσος, το «κουράγιο» και η λύσσα, αλλά μόνο η συγκεκριμένη έμπνευση. Στο μεσοδιάστημα, εκμεταλλευόμενη τις πολιτικές της ταυτότητας, τις me too πρακτικές και τις νέες λυκοσυμμαχίες της, κατασκεύασε το νέο επεισόδιο στο σίριαλ της συκοφαντίας ώστε αυτό να μπορέσει να πιάσει τόπο, ως πιο «σοβαρή» πλέον καταγγελία, σε νεότερες συντρόφισσες και συντρόφους που αγνοούν τις προηγούμενες αθλιότητές τους.

Μιλώντας στη δημόσια και ανυπόγραφη καταγγελία της για τη σχέση μας, γράφει ότι είχε δεχτεί από μένα «ανηλεή σεξιστική επίθεση» στα πλαίσια «μιας σχέσης καθαρά κακοποιητικής, με όλα της τα χαρακτηριστικά: χειριστικη συμπεριφορά, ψυχική και συναισθηματική βία και απειλές ότι σε περίπτωση που τον αφήσω θα με ξεφτιλίσει, θα με διαλύσει, θα με πετάξει έξω από τις ομάδες που συνυπηρχαμε, θα με απομόνωσει, κανένας δεν θα με πιστέψει και θα μείνω μόνη μου. Κάποια στιγμή κατάφερα κ βρήκα το κουράγιο και τον ξεφορτωθηκα. Μετά από 3 μέρες στράφηκε εναντίον μου, με μια δήθεν πολιτική αφορμή. Στην πραγματικότητα ήταν επειδή τον απέρριψα ερωτικά. Όπως χαρακτηριστικά μου είχε πει «δεν δέχομαι το όχι”.»

Ο,τιδήποτε αναφέρεται στις παραπάνω 8 γραμμές είναι ψέμματα και αντιστροφή της πραγματικότητας, εκτός από το γεγονός ότι όντως είχαμε μια ερωτική σχέση! Αυτή η σχέση πέρασε από μύρια κύματα. Το καλοκαίρι του 2017 μετά από ένα μήνα σχέσης επέλεξε εκείνη να χωρίσουμε. Όχι μόνο δεν την απείλησα ότι θα την «πετάξω έξω από τις ομάδες που συνυπηρχαμε», όπως γελοιωδώς ισχυρίζεται -ούτε ήθελα ούτε θα μπορούσα άλλωστε να κάνω κάτι τέτοιο- αλλά έφυγα εγώ από το summercamp το οποίο είχαμε συνδιοργανώσει για να μειωθεί η ένταση. Το καλοκαίρι του 2018 μετά από νέα σχέση 7 μηνών επέλεξα εγώ να χωρίσουμε. Ήδη είχα απορρίψει την άνοιξη του 2018 την πρότασή της να κάνουμε παιδί. Τον Νοέμβριο του 2018 ξαναβρεθήκαμε για λίγο, αλλά σύντομα διαπίστωσα ότι είχε πάρει πλέον μια εκδικητική στάση απέναντί μου και απέναντι στη συλλογικότητα που συμμετέχω και ότι ήταν αδύνατο να τα ξαναβρούμε. Το τι συνέβη τότε στο εσωτερικό της συλλογικότητας που συνυπήρχαμε το αφηγείται αρκετά παραστατικά το κείμενο της Κ.Μ. που υπήρξε ένα από τα πολλά θύματα της τακτικής του «όποιον πάρει ο χάρος τώρα που δεν έχω αυτό που θέλω». Θα μπορούσα να πω περισσότερες λεπτομέρειες γι’ αυτή τη θυελλώδη σχέση με τους διαρκείς τσακωμούς (οι οποίοι δεν εμπεριείχαν καμία έμφυλη ή πολιτική διάσταση και οφείλονταν στον εριστικό χαρακτήρα και των δυο μας), αλλά δεν νομίζω ότι αυτά τα κουτσομπολιά αξίζει να καταλάβουν περισσότερο χώρο σ’ αυτό το κείμενο. Το χαμηλό επίπεδο ανυπόστατων κατηγοριών προς τα μέλη 4 συλλογικοτήτων (ΤΠΤΓ, Υπόγεια Σήραγγα, Συνέλευση Εργαζομένων-Ανέργων και Ομάδα Αυτομόρφωσης) ότι όλοι αυτοί «με κατηγόρησαν ότι βγαίνω στα μπαρ και πίνω και δεν ξέρω τι κάνω. Και ανάμεσα σε άλλα όμορφα, ότι είμαι ελευθεριων ηθών και χρησιμοποιώ τις ομάδες για να βρίσκω εραστές, πηγαίνοντας από τον έναν στον άλλον» αρκεί για να καταλάβει κανείς τις εγωκεντρικές τακτικές θυματοποίησης που το εν λόγω άτομο χρησιμοποιεί, λες και υπήρχε ποτέ περίπτωση 4 πολιτικές συλλογικότητες να κάτσουν να ασχοληθούν με την προσωπική της ζωή.

Αυτό που είναι σημαντικό να καταγραφεί είναι το μέγεθος της μοχθηρίας της Ε.Χ. και των συνεργατών της από το τέλος του 2018 και μετά: ενώ στην αρχή οι τραμπουκισμοί τους, τα χτυπήματα του χεριού πάνω στο τραπέζι και οι απειλές τους ήταν περιορισμένες στο εσωτερικό της Ομάδας Αυτομόρφωσης, την άνοιξη του 2019 προχώρησαν σε μια συκοφαντική εκστρατεία διαπόμπευσής μας μέσω μέηλ σε συντρόφους και ενοχλητικών επισκέψεων σε κινηματικούς χώρους, σε «αξιοποίηση» κάθε «πληροφορίας» ή ρουφιανιάς που μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν, σε τραμπουκισμούς (o cromags έχει καταγγελθεί πολλάκις για μάτσο τραμπουκίστικη συμπεριφορά), σε απόπειρα σαμποταρίσματος πολιτικών εκδηλώσεων, σε λασπολογία σε συντρόφισσες/ους και στέκια, σε δολιοφθορά κινηματικής έκδοσης, σε οικονομικό εκβιασμό κινηματικών εκδόσεων, σε δημιουργία τρολ-μπλογκ για να παραπλανούν όσους κάνουν αναζήτηση στο διαδίκτυο κλπ. Βλ. τα σχετικά κείμενα εδώ, εδώ και εδώ. Το ρεπερτόριο αυτών των δόλιων ανθρώπων περιελάμβανε, όπως είπα παραπάνω, ο,τιδήποτε μπορούσε να τεθεί στην υπηρεσία των τιποτένιων σκοπών τους που είναι η αξιοποίηση του αντισεξισμού για λόγους προσωπικής εμπάθειας και άρρωστης επιθυμίας στοχοποίησης πολιτικών συλλογικοτήτων. Στην περίπτωσή τους έχουμε ένα καθαρό δείγμα του που μπορεί να οδηγήσει τους ανθρώπους η πολιτική απραξία, ο παρτακισμός, τα ξυνά συναισθήματα από τις ερωτικές απογοητεύσεις, η αδιαφορία για θεωρητική – πρακτική δραστηριότητα ενάντια στο σύστημα που μετατρέπεται σε φθόνο απέναντι σ’ αυτούς που συνεχίζουν ακόμα να το κάνουν. Δεν είναι τυχαίο ότι ούτε η Ε.Χ. που ανήρτησε αρχικά την ψευτο-καταγγελία της στο προφίλ της ιδιωτικά για φτηνή προπαγάνδα θυματοποίησης στους φίλους της ούτε ο τραμπούκος Antonis Cromags που αναδημοσίευσε στο προφίλ του τον πρόσφατο οχετό της (προφανώς επειδή βαρέθηκε να αναρτά φωτογραφίες με την φάτσα του) έχουν κάποια πολιτική δραστηριότητα.

Παρόλα αυτά όμως δεν στερούνται θράσους και αυθάδειας. Την πέφτουν σε κινηματική εκδήλωση στο Στέγαστρο μόνο και μόνο επειδή ανάμεσα στους άλλους καλεσμένους υπήρχε και η Συνέλευση ενάντια στη Βιοεξουσία και την Κλεισούρα, της οποίας είμαι μέλος! Μεταφέρουν δηλαδή τον οχετό τους στη Συνέλευση ενάντια στη Βιοεξουσία, ενώ αυτή έχει διάρκεια ζωής μόλις 1,5 χρόνο! Όπως αποδείχτηκε, τα μέλη της συλλογικότητας Ανάδραση δεν είχαν κανένα πρόβλημα να καλέσουν τα μέλη της Βιοεξουσίας να μιλήσουν στην εκδήλωση.

Δεν είναι τυχαίο ότι η μισή καταγγελία της Ε.Χ. δεν αφορά κανένα υποτιθέμενο «βίωμα»: είναι νέτα-σκέτα μια ανήθικη επίθεση στη Βιοεξουσία και μένα προσωπικά. Τα επιχειρήματα που χρησιμοποιεί εναντίον μας -«προβοκάτορες και πρωτοπορία που αναπαράγει τον κόσμο του κεφαλαίου»- έχουν παρθεί αυτούσια από πολιτική  μπάντα του «χώρου» που βάλει ήδη από τον Απρίλιο του 2020 εναντίον όσων αρνήθηκαν να «μείνουν σπίτι» και να «κρατήσουν την καραντίνα» (η χρήση όλων αυτών των φράσεων είναι πολύ αποκαλυπτική για τις επιλογές και τις ευκαιριακές ψευτο-πολιτικές λυκοσυμμαχίες της Ε.Χ. κατά την περίοδο των λοκντάουν). Το update με το οποίο κλείνει είναι η αποθέωση της παραπληροφόρησης, στην οποία γενικότερα προβαίνει το κείμενό της, και το μόνο ζήτημα που παρουσιάζει ενδιαφέρον για μένα -ως απλή περιέργεια- είναι να μάθω ποιοί πολιτικοί μας αντίπαλοι την εφοδίασαν, για δικούς τους λόγους, με ψευδείς πληροφορίες για τη Βιοεξουσία.

Γ. Κ.

Αναρτήθηκε από: Τα παιδιά της γαλαρίας | 24 Ιουλίου 2021